Καλημέρα,
Το κείμενο αυτό γράφτηκε για τον διαγωνισμό "Λόγω Τέχνης 2012" παρότι δεν διακρίθηκε, ήρθε η ώρα να το μοιραστώ μαζί σας. Απολαύστε το.
(If you have more details about this photoshoot please leave me a comment)
“Γύρισε σελίδα”
Φορούσε το καπέλο του με το γείσο να κρύβει επιμελώς το φωτεινό γκρίζο του βλέμμα. Κρυβόταν, αν και γνώριζε ότι μπορούσαν πολύ εύκολα να τον αναγνωρίσουν. Περπατούσε σκυφτός, με το δεξί του χέρι μαραμένο, να πέφτει προς το έδαφος. Πόσο πολύ του έλειπε το βάρος της κιθάρας του. Πάντα ταξίδευαν μαζί, μα αυτή την φορά όχι. Την άφησε πίσω με βαριά καρδιά και έφυγε. Κατά καιρούς τον έπιαναν οι κλειστές του και τότε, απλά εξαφανιζόταν από προσώπου γης.
Ήθελε να μυρίσει την θάλασσα και να πιάσει τα αστέρια. Έτσι του έλεγε η γιαγιά του, όταν ήταν μικρό παιδί. Την επισκεπτόταν τα καλοκαίρια που πάντα τα περίμενε με προσμονή. Εναλλαγή εικόνων από την μουντή Γλασκόβη στο γαλάζιο του Αιγαίου. «Πόσο μοιάζεις με τα χελιδόνια, Θοδωρή μου!» Του έλεγε γλυκά, ενώ του χάιδευε τα μαλλιά. «Η ψυχή σου όλο ταξιδεύει. Λες και ψάχνεις να βρεις, εκείνο το χώμα που θα σε κάνει να καταλάβεις που ανήκεις.» Εκείνος την κοίταγε πάντα με θαυμασμό. «Χαζοπούλι μου! Ο τόπος σου βρίσκεται πάντα εκεί που είναι η καρδιά σου.»
Τώρα επέστρεφε πάλι στο νησί. Πίσω στο ησυχαστήριο του. Στο μέρος που είχε τις πιο όμορφες αναμνήσεις από τα νεανικά του χρόνια. Πόσο αθώα είναι η ζωή στα μάτια ενός παιδιού. Και την ήθελε αυτή την ματιά, την είχε ανάγκη. Είχε τόσα να σκεφτεί. Πόσο καιρό είχε μείνει μακριά του αυτή την φορά;
Ο Θοδωρής κατέβηκε από το καΐκι και περπάτησε στο γραφικό λιμάνι. Ο αέρας φύσηξε και μια ριπή ζεστού αέρα τον αγκάλιασε σαν ερωμένη. Πήρε μια βαθιά ανάσα, ήθελε να τον ξελογιάσει. Ήθελε να νιώσει το χάδι της μέσα στα κύτταρα του. Μια εικόνα τον συγκλόνισε. Το πρόσωπο της ένας πολύχρωμος καμβάς και εκείνος ο ζωγράφος. Εκείνη. Το μυαλό του πάντα σε εκείνη. Το χαμόγελο της. Τα μάτια της άπειροι κόκκοι από άμμο, που φώτιζαν όταν της έλεγε «Σ’αγαπώ.» Άκουσε τον άνεμο να σιγοψιθυρίζει «Αριάδνη.» Πονεμένα άνοιξε τα μάτια, αλλά δεν ήταν εκεί. Πόσο του είχε λείψει.
Πίστευε ότι η αλλαγή περιβάλλοντος θα τον βοηθούσε. Πίστευε. Και τι δε πίστευε, άσχετα αν οι άλλοι δεν τον γνώριζαν. Νόμιζαν ότι τον γνώριζαν. Ο κόσμος νομίζει ότι είμαι ένα ακόμα κατασκεύασμα της μουσικής βιομηχανίας. Ένα όμορφο πρόσωπο. Ένα όμορφο, κενό, πρόσωπο. Γαμώτο! Δεν είμαι εγώ όμως. Λίγη ησυχία, αυτό θέλω μόνο. Κλώτσησε ένα αλουμινένιο κουτάκι από αναψυκτικό. Πόσο τον είχαν κουράσει όλα πίσω στην Αγγλία. Όλοι θέλουν ένα κομμάτι από μένα. Λες και ανήκω σε όλους τους υπόλοιπους, εκτός από τον εαυτό μου. Το αυτοκίνητο τον περίμενε στο πλακόστρωτο δρομάκι όπως είχε κανονίσει. Μπήκε βιαστικά κρατώντας το σακίδιο στο χέρι. «Λίγος καθαρός αέρας. Αυτό μου χρειάζεται. Λίγος χρόνος με τον εαυτό μου. Να βάλω τα πράγματα σε τάξη.»
***
Μισή ώρα αργότερα ήταν σπίτι. Ξεκλείδωσε, πέταξε το σακίδιο και πήγε κατευθείαν στον κήπο. Ήθελε να αφήσει πίσω του την πόλη, ότι τον βασάνιζε και να εστιάσει ξανά στην φύση. Τα πάντα ήταν περιποιημένα. Η κυρά Φιλιώ πρόσεχε πάντα τον κήπο της. Τα εκατόφυλλα τριαντάφυλλα ήταν το καμάρι της. «Μυρίζουν τόσο όμορφα.» Του έλεγε με μάτια που δάκρυζαν. «Μα να προσέχεις. Όσο ντελικάτα και αν φαίνονται, μπορούν εύκολα να σε πληγώσουν.»
Εκείνη εμφανίστηκε μπροστά του. Τα δάκρυα στο πρόσωπο της να τρέχουν, αλλά τα μάτια της ήταν τόσο σκληρά. Σαν αγκάθια τρύπησαν την καρδιά του και την πλήγωσαν για πάντα.
Έκανε ένα βήμα μπροστά. Κοίταξε τριγύρω του το γνώριμο χώρο. Η κερασιά στεκόταν στητή στο βάθος, γεμάτη καρπούς. Τώρα έφτανε τα κλαδιά δε χρειαζόταν σκάλα. Σειρά είχε η κορομηλιά. Ήταν το δεύτερο αγαπημένο του δέντρο. Σαν παιδί του άρεσαν οι χρωματιστοί καρποί της. Τότε ήταν που τον είδε και έκανε ένα βήμα πίσω. Το αγόρι ήταν καθισμένο στην βάση του δέντρου. Κρατούσε στα χέρια του ένα ποτήρι γάλα. Το έπινε αργά, ενώ κοιτούσε ένα ρολόι τσέπης που είχε δίπλα του αφημένο πάνω σε ένα παλαιό σκαλιστό ξύλινο κουτί.
«Α. Εσύ.» του είπε το αγόρι βαριεστημένα. Ήπιε μια γουλιά και τον κοίταξε κατάματα, διερευνητικά. Ο Θοδωρής αμίλητος, ακούνητος. Μια αχτίδα άγγιξε την ψυχή του. Τα μάτια του μικρού του θύμιζαν τον ουρανό. Η φωνή του ήταν σιγανή, αλλά αποφασιστική. «Σε περίμενα να έρθεις. Άργησες…»
«Άργησα;» άκουσε ο Θοδωρής τον εαυτό του να λέει.
«Δεν έφερες παρέα;» Το βλέμμα του παιδιού διαπεραστικό. Ένιωθε γυμνός μπροστά του.
«Ήθελα να μείνω μόνος μου.» Είπε τελικά ο Θοδωρής με σπασμένη φωνή. Γιατί ένιωθε έτσι; Ήταν μόνο ένα παιδί. Δεν υπήρχε λόγος να αντιδρά έτσι. Ή μήπως υπήρχε;
«Πάλι; Όλο μόνος τριγυρνάς. Δεν ησυχάζεις ποτέ.» Μουρμούρισε περισσότερο στον εαυτό του παρά σε εκείνον.
«Ποιος είσαι;» ρώτησε τελικά ο Θοδωρής.
«Εμ, βέβαια!» είπε το αγόρι θυμωμένα. Άνοιξε το κουτί απότομα και έβγαλε από μέσα μια διπλωμένη σελίδα χαρτί. Του την πέταξε. «Ορίστε. Μπας και θυμηθείς.»
Το χαρτί ήταν πολυκαιρισμένο, αλλά μύριζε γιασεμί. Το άνοιξε και μέσα του είδε έναν γνώριμο γραφικό χαρακτήρα που είχε χρόνια να δει. Διαβάζοντας τις γραμμές, τα μάτια του βούρκωσαν. Πραγματικά πως μπόρεσε να ξεχάσει κάτι τέτοιο; Ακούμπησε στην κερασιά και συνέχισε να διαβάζει. Το αγόρι δίπλα του τον παρατηρούσε. Δεν καταλάβαινε καθόλου την συμπεριφορά των μεγάλων. Ενστικτωδώς, γνώριζε ότι το παιδί που βρισκόταν κρυμμένο μέσα στον Θοδωρή είχε χαθεί και χρειαζόταν την βοήθεια του. Άφησε το ποτήρι στο χώμα και αθόρυβα τον πλησίασε. Έβαλε το μικρό του χέρι μέσα στο μεγάλο του Θοδωρή και του το έσφιξε απαλά για να μην τον πονέσει.
«Πρέπει να αφήσεις το παρελθόν εκεί που ανήκει και να μάθεις να είσαι χαρούμενος ξανά, όπως παλιά.» Οι λέξεις που διάβαζε ο Θοδωρής τον συγκλόνισαν. «Μην αφήνεις την ζωή να φεύγει από σένα. Ζήσε την κάθε στιγμή. Χαμογέλα σαν να είσαι πάλι μικρό παιδί.» Η καρδιά του ρίγησε σα να ξυπνούσε από λήθαργο. Είχε αφήσει τον πόνο να κυριαρχήσει μέσα του και ξέχασε την ομορφιά της ζωής. Η ζεστασιά της μικρής παλάμης άρχισε να τον τυλίγει. Η απάντηση που ζητούσε, του είχε έρθει αναπάντεχα. Είχε πολλά να αλλάξει όταν θα γύριζε πίσω. Τώρα θα απολάμβανε το παρόν του.