Showing posts with label Διήγημα. Show all posts
Showing posts with label Διήγημα. Show all posts

Monday, March 3, 2014

Διήγημα: Η ροή των πραγμάτων.

Καλησπέρα,
Συμμετέχοντας στην εβδομάδα Ebookgr φέτος αποφάσισα να γράψω ένα διήγημα.
Απολαύστε το!




Κοίταξα το τετράδιο και άφησα το εαυτό μου ελεύθερο. Τόσα πολλά ήταν μέσα στο μυαλό μου. Ήθελα να βγάλω κάτι από πάνω μου. Να αφήσω κάποιο από τα βάρη μου πίσω. Πήρα το στυλό. Ξεκίνησα να γράφω…

Με άφησες μόνη να περιπλανιέμαι. Το ήξερες από την πρώτη στιγμή που με κοίταξες, ότι είμαι δύσκολο φορτίο. Το γνώριζες, αλλά με άφησες να ζήσω την ψευδαίσθηση ότι έστω για λίγο ήσουν δικός μου.

Οι άνθρωποι ζούμε με τις ψευδαισθήσεις μας. Μέχρι να φάμε τα μούτρα μας και να δούμε πως είναι ο κόσμος εκεί έξω, πραγματικά.

Πραγματικά, σ’αγάπησα. Δεν αναρωτήθηκα ποτέ γιατί το έπραξα. Η αγάπη δεν είναι ζυγαριά για να ζυγίζεις ένα χέρι και ένα πόδι στην μια μεριά, και απέναντι να βάζεις την καρδιά του άλλου.

Όμως στην κυνική εποχή που ζούμε, όλα έχουν έναν αντίτιμο για ορισμένους. Όλα. Στην περίπτωση μας το αντίτιμο για την δική μας επαφή ήταν να γνωρίσεις αυτή που εντέλει σε ενδιέφερε. Μέσω εμένα. Αντί για μένα.

Εφόσον αυτός ήταν ο στόχος σου. Όσο περίεργο και αν ακουστεί στα δύσπιστα και έκπληκτα αυτιά σου, επιθυμώ για σένα να βρεις την δικαίωση.

Την δικαίωση που σου αρμόζει. Όχι για μένα. Όχι για σένα. Αλλά για την γαμημένη ροή των πραγμάτων. Πιστεύω σε αυτή την μυστήρια συμπαντική δικαιοσύνη. Αυτή που όλα τα κινεί, μα εμείς οι κοινοί θνητοί δεν έχουμε ανοιχτά τα μάτια για να την δούμε. 

Γαμημένη υπεροψία! Να υπάρχουν τόσα εκεί έξω και να αρνείσαι να τα δεις. Nα τα αμφισβητείς! Πάντα να αμφισβητείς. Την γη, τον ουρανό, το μπλε του ουρανού, εσένα, εμένα!

Εμένα…

Με θεώρησες ένα χαρτί που έπρεπε να κάψεις. Την αυτοκαταστροφική σου φύση, δύσκολα την δαμάζεις. Όταν κάποιος πρέπει να σε εγκαταλείψει, το σχεδιάζεις μαστόρικα. Το σχεδιάζεις να φαίνεται ότι φταίει ο άλλος. Στην περίπτωση μας εγώ. Δε σε νοιάζει τίποτε. Δεν σταματάς πουθενά.

Ακούγονται όλα τόσο κλισέ; Μα είναι κλισέ. Σαν ένας άλλος συγγραφέας αποδομείς τον εαυτό σου και τον αναδομείς όπως θέλεις. Δε χρειάζεσαι τίποτε άλλο παρά το καλογραμμένο σενάριο που έχεις στο μυαλό σου.

Μερικές φορές απορώ με σένα. Απορώ για όσα έχεις πράξει. Απορώ πως έπεσα στην παγίδα σου. Μια ακόμα γυναίκα στην μαύρη σου ατζέντα. Θύμα της ανθρώπινης ανάγκης για επαφή. Θύμα των ψεμάτων.

Θύμα….

Θύμα…

Θύμα…

Γαμώ τα θύματα και γαμώ το κεφάλι μου!

Πως το έκανα αυτό στον εαυτό μου;

Να καταλήξω εγώ, το εξυπνοπούλι θύμα;

Όσο ζεις μαθαίνεις θα μου πεις. Και εγώ στωικά θα σε κοιτάξω με βλέμμα απορίας για άλλη μια φορά. Κοντολογίς θα αναλογιστώ πως κατάφερες για άλλη μια φορά να πεις κάτι τόσο απλοϊκό, την κατάλληλη στιγμή και να με αποστομώσεις. Μα πριν προλάβω να αρθρώσω μια λέξη, θα γελάσεις φαινομενικά άκακα. Θα με κοιτάξεις αθώα και με ενδιαφέρον. Θα μου χαϊδέψεις τον ώμο και θα φύγεις, έτσι ακριβώς όπως εμφανίστηκες. Αφήνοντας με μετέωρη να αφουγκραστώ τι γίνεται γύρω μου, τι γίνεται μέσα μου.

Η ροή των πραγμάτων θα με επαναφέρει στο παρόν. Σαν αέναη πυξίδα θα μου δείξει τον δρόμο για μια ακόμα μέρα χωρίς εσένα. Μα αυτή την φορά έχω εμένα. Ίσως δεν είναι πολλά, μα είναι αρκετά για τώρα.

Τελείωσα την πρόταση και σταμάτησα. Κοίταξα το τετράδιο και είχε γεμίσει. Το μόνο πράγμα που μου έδινε ευχαρίστηση είχε φτάσει στο τέλος του. Άνοιξα το συρτάρι και έβγαλα ένα καινούργιο. Το σκέφτηκα πολύ αν θα συνεχίσω σήμερα, μα άνοιξα την πρώτη σελίδα. Έγραψα μόνο μια λέξη, μετά το έκλεισα.



Αυτή την βδομάδα διαβάζω Ιστορία την περίοδο 1833 - 1843. Πρέπει να τελειώσω μια εργασία. Το επόμενο βιβλίο που θέλω να διαβάσω σε ebook είναι : The Scent of Flames της Kira A. Gold και το Ζωή μετά την ζωή της Kate Atkinson.

Η ανάρτηση αυτή γίνεται στα πλαίσια της εβδομάδας  "Διάβασε ένα ebook" (2-8 Μαρτίου).
Διαβάστε περισσότερα στο ιστολόγιο του Ηλεκτρονικού Αναγνώστη.

Wednesday, April 17, 2013

Διήγημα: Γύρισε Σελίδα

Καλημέρα,
Το κείμενο αυτό γράφτηκε για τον διαγωνισμό "Λόγω Τέχνης 2012" παρότι δεν διακρίθηκε, ήρθε η ώρα να το μοιραστώ μαζί σας. Απολαύστε το.

Photo Credit : Zac Taylor 
(If you have more details about this photoshoot please leave me a comment)



“Γύρισε σελίδα”

Φορούσε το καπέλο του με το γείσο να κρύβει επιμελώς το φωτεινό γκρίζο του βλέμμα. Κρυβόταν, αν και γνώριζε ότι μπορούσαν πολύ εύκολα να τον αναγνωρίσουν. Περπατούσε σκυφτός, με το δεξί του χέρι μαραμένο, να πέφτει προς το έδαφος. Πόσο πολύ του έλειπε το βάρος της κιθάρας του. Πάντα ταξίδευαν μαζί, μα αυτή την φορά όχι. Την άφησε πίσω με βαριά καρδιά και έφυγε. Κατά καιρούς τον έπιαναν οι κλειστές του και τότε, απλά εξαφανιζόταν από προσώπου γης.


Ήθελε να μυρίσει την θάλασσα και να πιάσει τα αστέρια. Έτσι του έλεγε η γιαγιά του, όταν ήταν μικρό παιδί. Την επισκεπτόταν τα καλοκαίρια που πάντα τα περίμενε με προσμονή. Εναλλαγή εικόνων από την μουντή Γλασκόβη στο γαλάζιο του Αιγαίου. «Πόσο μοιάζεις με τα χελιδόνια, Θοδωρή μου!» Του έλεγε γλυκά, ενώ του χάιδευε τα μαλλιά. «Η ψυχή σου όλο ταξιδεύει. Λες και ψάχνεις να βρεις, εκείνο το χώμα που θα σε κάνει να καταλάβεις που ανήκεις.» Εκείνος την κοίταγε πάντα με θαυμασμό. «Χαζοπούλι μου! Ο τόπος σου βρίσκεται πάντα εκεί που είναι η καρδιά σου.»


Τώρα επέστρεφε πάλι στο νησί. Πίσω στο ησυχαστήριο του. Στο μέρος που είχε τις πιο όμορφες αναμνήσεις από τα νεανικά του χρόνια. Πόσο αθώα είναι η ζωή στα μάτια ενός παιδιού. Και την ήθελε αυτή την ματιά, την είχε ανάγκη. Είχε τόσα να σκεφτεί. Πόσο καιρό είχε μείνει μακριά του αυτή την φορά;


Ο Θοδωρής κατέβηκε από το καΐκι και περπάτησε στο γραφικό λιμάνι. Ο αέρας φύσηξε και μια ριπή ζεστού αέρα τον αγκάλιασε σαν ερωμένη. Πήρε μια βαθιά ανάσα, ήθελε να τον ξελογιάσει. Ήθελε να νιώσει το χάδι της μέσα στα κύτταρα του. Μια εικόνα τον συγκλόνισε. Το πρόσωπο της ένας πολύχρωμος καμβάς και εκείνος ο ζωγράφος. Εκείνη. Το μυαλό του πάντα σε εκείνη. Το χαμόγελο της. Τα μάτια της άπειροι κόκκοι από άμμο, που φώτιζαν όταν της έλεγε «Σ’αγαπώ.» Άκουσε τον άνεμο να σιγοψιθυρίζει «Αριάδνη.» Πονεμένα άνοιξε τα μάτια, αλλά δεν ήταν εκεί. Πόσο του είχε λείψει.


Πίστευε ότι η αλλαγή περιβάλλοντος θα τον βοηθούσε. Πίστευε. Και τι δε πίστευε, άσχετα αν οι άλλοι δεν τον γνώριζαν. Νόμιζαν ότι τον γνώριζαν. Ο κόσμος νομίζει ότι είμαι ένα ακόμα κατασκεύασμα της μουσικής βιομηχανίας. Ένα όμορφο πρόσωπο. Ένα όμορφο, κενό, πρόσωπο. Γαμώτο! Δεν είμαι εγώ όμως. Λίγη ησυχία, αυτό θέλω μόνο. Κλώτσησε ένα αλουμινένιο κουτάκι από αναψυκτικό. Πόσο τον είχαν κουράσει όλα πίσω στην Αγγλία. Όλοι θέλουν ένα κομμάτι από μένα. Λες και ανήκω σε όλους τους υπόλοιπους, εκτός από τον εαυτό μου. Το αυτοκίνητο τον περίμενε στο πλακόστρωτο δρομάκι όπως είχε κανονίσει. Μπήκε βιαστικά κρατώντας το σακίδιο στο χέρι. «Λίγος καθαρός αέρας. Αυτό μου χρειάζεται. Λίγος χρόνος με τον εαυτό μου. Να βάλω τα πράγματα σε τάξη.»


***
Μισή ώρα αργότερα ήταν σπίτι. Ξεκλείδωσε, πέταξε το σακίδιο και πήγε κατευθείαν στον κήπο. Ήθελε να αφήσει πίσω του την πόλη, ότι τον βασάνιζε και να εστιάσει ξανά στην φύση. Τα πάντα ήταν περιποιημένα. Η κυρά Φιλιώ πρόσεχε πάντα τον κήπο της. Τα εκατόφυλλα τριαντάφυλλα ήταν το καμάρι της. «Μυρίζουν τόσο όμορφα.» Του έλεγε με μάτια που δάκρυζαν. «Μα να προσέχεις. Όσο ντελικάτα και αν φαίνονται, μπορούν εύκολα να σε πληγώσουν.»


Εκείνη εμφανίστηκε μπροστά του. Τα δάκρυα στο πρόσωπο της να τρέχουν, αλλά τα μάτια της ήταν τόσο σκληρά. Σαν αγκάθια τρύπησαν την καρδιά του και την πλήγωσαν για πάντα.


Έκανε ένα βήμα μπροστά. Κοίταξε τριγύρω του το γνώριμο χώρο. Η κερασιά στεκόταν στητή στο βάθος, γεμάτη καρπούς. Τώρα έφτανε τα κλαδιά δε χρειαζόταν σκάλα. Σειρά είχε η κορομηλιά. Ήταν το δεύτερο αγαπημένο του δέντρο. Σαν παιδί του άρεσαν οι χρωματιστοί καρποί της. Τότε ήταν που τον είδε και έκανε ένα βήμα πίσω. Το αγόρι ήταν καθισμένο στην βάση του δέντρου. Κρατούσε στα χέρια του ένα ποτήρι γάλα. Το έπινε αργά, ενώ κοιτούσε ένα ρολόι τσέπης που είχε δίπλα του αφημένο πάνω σε ένα παλαιό σκαλιστό ξύλινο κουτί.


«Α. Εσύ.» του είπε το αγόρι βαριεστημένα. Ήπιε μια γουλιά και τον κοίταξε κατάματα, διερευνητικά. Ο Θοδωρής αμίλητος, ακούνητος. Μια αχτίδα άγγιξε την ψυχή του. Τα μάτια του μικρού του θύμιζαν τον ουρανό. Η φωνή του ήταν σιγανή, αλλά αποφασιστική. «Σε περίμενα να έρθεις. Άργησες…»


«Άργησα;» άκουσε ο Θοδωρής τον εαυτό του να λέει.


«Δεν έφερες παρέα;» Το βλέμμα του παιδιού διαπεραστικό. Ένιωθε γυμνός μπροστά του.


«Ήθελα να μείνω μόνος μου.» Είπε τελικά ο Θοδωρής με σπασμένη φωνή. Γιατί ένιωθε έτσι; Ήταν μόνο ένα παιδί. Δεν υπήρχε λόγος να αντιδρά έτσι. Ή μήπως υπήρχε;


«Πάλι; Όλο μόνος τριγυρνάς. Δεν ησυχάζεις ποτέ.» Μουρμούρισε περισσότερο στον εαυτό του παρά σε εκείνον.


«Ποιος είσαι;» ρώτησε τελικά ο Θοδωρής.


«Εμ, βέβαια!» είπε το αγόρι θυμωμένα. Άνοιξε το κουτί απότομα και έβγαλε από μέσα μια διπλωμένη σελίδα χαρτί. Του την πέταξε. «Ορίστε. Μπας και θυμηθείς.»


Το χαρτί ήταν πολυκαιρισμένο, αλλά μύριζε γιασεμί. Το άνοιξε και μέσα του είδε έναν γνώριμο γραφικό χαρακτήρα που είχε χρόνια να δει. Διαβάζοντας τις γραμμές, τα μάτια του βούρκωσαν. Πραγματικά πως μπόρεσε να ξεχάσει κάτι τέτοιο; Ακούμπησε στην κερασιά και συνέχισε να διαβάζει. Το αγόρι δίπλα του τον παρατηρούσε. Δεν καταλάβαινε καθόλου την συμπεριφορά των μεγάλων. Ενστικτωδώς, γνώριζε ότι το παιδί που βρισκόταν κρυμμένο μέσα στον Θοδωρή είχε χαθεί και χρειαζόταν την βοήθεια του.  Άφησε το ποτήρι στο χώμα και αθόρυβα τον πλησίασε. Έβαλε το μικρό του χέρι μέσα στο μεγάλο του Θοδωρή και του το έσφιξε απαλά για να μην τον πονέσει.


«Πρέπει να αφήσεις το παρελθόν εκεί που ανήκει και να μάθεις να είσαι χαρούμενος ξανά, όπως παλιά.» Οι λέξεις που διάβαζε ο Θοδωρής τον συγκλόνισαν. «Μην αφήνεις την ζωή να φεύγει από σένα. Ζήσε την κάθε στιγμή. Χαμογέλα σαν να είσαι πάλι μικρό παιδί.» Η καρδιά του ρίγησε σα να ξυπνούσε από λήθαργο. Είχε αφήσει τον πόνο να κυριαρχήσει μέσα του και ξέχασε την ομορφιά της ζωής. Η ζεστασιά της μικρής παλάμης άρχισε να τον τυλίγει. Η απάντηση που ζητούσε, του είχε έρθει αναπάντεχα. Είχε πολλά να αλλάξει όταν θα γύριζε πίσω. Τώρα θα απολάμβανε το παρόν του.

Thursday, December 13, 2012

Διήγημα: Οι αποχρώσεις

Καλημέρα,
Κάποιες ηρωίδες μας επιτρέπουν να ακούσουμε τις ιστορίες τους. Η συγκεκριμένη με άφησε και να την γράψω. Ευχαριστώ την Μούσα μου για τα δώρα της.

~Κλεοπάτρα

Photo Credit: High Heels by Alexander McQueen

Έβγαλε τις ψηλοτάκουνες γόβες της και κάθισε στο καναπέ. Πήρε την κούπα με το ζεστό ρόφημα στα χέρια και αφουγκράστηκε την νύχτα από το θρόνο της. Έκλεισε τα μάτια και το γνώριμο περγαμόντο τη γέμισε ζεστασιά. 

Η μέρα της έκλεινε εδώ. Πως πέρασαν δώδεκα ώρες; Θα αναλογιστεί. Είχε υποσχεθεί πως θα πάει. Είχε υποσχεθεί...Και εκείνη κρατούσε πάντα τις υποσχέσεις της. 

Ήταν διαφορετική απόψε. Όμορφη. Δε χρειάστηκε να της το πουν. Το διαπίστωσε από τα θορυβώδη βλέμματα εκείνων που την συναντούσαν. Ήθελαν την προσοχή της. Και ίσως, κάποιοι να την είχαν.

Έκπληξη, μυστήριο, πάθος, πόθος. Κάθε τι απαγορευμένο την μέρα, εμφανιζόταν με μανία την νύχτα.  Η απόλυτη μεταμόρφωση. Η απόλυτη δική της μεταμόρφωση. Της άρεσε να την προσέχουν. Σε ποια γυναίκα δεν αρέσει; Μα δεν ήταν συνηθισμένη σε αυτή την προσοχή. 

Τα πρωινά που κυκλοφορούσε στην πόλη ήταν ένα ακόμη κορίτσι. Ντυμένο λιτά, οπλισμένη μόνο με το δικό της χαμόγελο. Τις μέρες ήταν αυτή και την νύχτα μια άλλη. Όμως εκείνη δεν ένιωθε διαφορετική. Ήταν το ίδιο πρόσωπο με άλλες αποχρώσεις. Το μόνο που άλλαζε ήταν το φως. Είχε την λάμψη του φεγγαριού για δέρμα, τα μάτια της θύμιζαν τον Αποσπερίτη και το χαμόγελο της πολλές φορές το ζήλευε και ο Ήλιος. 

Και όμως τη μέρα ήταν δύσκολο να την εντοπίσουν. Οπλισμένη με έναν αόρατο μανδύα κυκλοφορούσε άνετα μέσα στον κόσμο. Το πρωινό φως, όπως και το σκοτάδι, μπορεί να σε ξεγελάσει. Παραπλανά τις αισθήσεις και σε εξαπατά. Η μια απόχρωση ενάντια στην άλλη.

Η μία απόχρωση...

Η ηρεμία αυτή την γαληνεύει. Θα μπορούσε να μείνει εκεί όλη την νύχτα. Θα μπορούσε. Μα δε μένει. Είχε έρθει η ώρα να ολοκληρώσει το τελετουργικό της.

Κατευθύνεται στο μπάνιο. Ανάβει το φως. Κοιτάει τον εαυτό της στον καθρέφτη και εκείνος της χαμογελά πίσω. Κοιτάει για κάποια λεπτά το αντίγραφο της. Κοιτάει για να απομνημονεύσει την αίσθηση της ομορφιάς και μετά, όταν είναι έτοιμη, με ένα υγρό μαντηλάκι την πετά.

Όταν τελειώσει το μόνο που μένει είναι το δικό της χαμόγελο. Εκείνη στην πραγματική της απόχρωση. Εκείνη. 


Wednesday, February 22, 2012

Διήγημα: Οι μεν και οι δε...

Καλημέρα,
Σκέψεις διάσπαρτες έγιναν μια ιστορία. Η μούσα μου θεώρησε ότι έπρεπε να ακουστεί. Για όσους παραμένουν ελπιδοφόροι μέσα στην καταχνιά της ομίχλης.

Καλή ανάγνωση,
Κλεοπάτρα

Διήγημα : Οι μεν και οι δε...

Thursday, October 27, 2011

Είναι δικαίωμα η υποχρέωση στην έκπληξη;

Καλησπέρα αγαπημένοι μου, 
Μετά το νέο μας κούρεμα με αυτή την λίγο σαχλή κούπ, τα διαφόρων ειδών σχόλια στα παράθυρα της τιβί, στα ραδιόφωνα, στο τουίτερ και εννοείται μεταξύ μας. Μετά από τους θριάμβους μερικών, τις φασαρίες, τους διάφορους χαρακτηρισμούς και τέλος από τα μεταξύ μας αλληλοπειράγματα. Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να γελάσουμε λίγο. Θεωρώ ότι ετούτες εδώ τις ώρες πρέπει να κρατηθούμε από κάπου. Μας χρειάζονται τα πειράγματα, τα γέλια, η ελπίδα. Ναι η ελπίδα ότι κάτι καλό θα βγει. Γιατί έτσι πρέπει να σκεφτόμαστε, ότι θα δούμε φως στο τούνελ και ίσως αλλάξουν πράγματα. Αρχικά μεταξύ μας και ίσως αργότερα και στην κοινωνία που ζούμε.

Να λοιπόν κάτι μικρό ορμώμενη από μια συζήτηση που είχα...Απολαύστε το.


"Σου έχω πει χίλιες φορές να μην μου πετάς χαρτάκια μέσα στην τάξη," μου είπε δήθεν θυμωμένα η Δάφνη. Καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα για να μην με ακουμπήσει. Ήξερα ότι κατά βάθος δεν ήταν θυμωμένη μαζί μου, περισσότερο με τον εαυτό της γιατί ο καθηγητής διάβασε το ραβασάκι της. "Έχεις δίκιο, δε θα το ξανακάνω..." μουρμούρισα λυπημένα. Προσπαθούσα ο καψερός να κατευνάσω τα πνεύματα. Μυστήρια πλάσματα οι γυναίκες και από ότι μου είχε πει ο πατέρας μου "είναι πολύ καλύτερο Παύλο να πηγαίνεις με τα νερά τους. Η μητέρα σου νομίζει ότι έχει δαμάσει το τέρας. Αλλά στην περίπτωση μας την έχω δαμάσει εγώ." Τον άκουγα πάντα με προσοχή, γνέφοντας στα κατάλληλα σημεία για να του δείξω ότι είχε την αμέριστη προσοχή μου όταν μου ανέλυε τα πλάνα του. Η αλήθεια  βέβαια ήταν λίγο διαφορετική, η μητέρα μου ήταν εκείνη που τον έκανε ότι ήθελε. Αυτό βέβαια δεν χρειαζόταν να του το πω. Ο καθένας μπορεί να πιστεύει ότι θέλει αρκεί να μην βλάπτει τον εαυτό του ή τους άλλους.

Η Δάφνη ακούνητη στον τοίχο, εγώ καθισμένος στο θρανίο και η τάξη άδεια πλέον από μαθητές που είχαν φύγει εδώ και ώρα για τα σπίτια τους. Εμείς τιμωρία. Θα καθόμασταν μια ακόμα ώρα με τον ίδιο καθηγητή να μας κάνει παράδοση του μαθήματος που χάσαμε, κατά εκείνον, από την μεταξύ μας συζήτηση. Τα καστανά της μαλλιά ήταν πιασμένα αλογοουρά και το φωτεινό της μπλε βλέμμα δέσποζε στην κατάλευκη της επιδερμίδα. Μετά από μερικά λεπτά που για μένα έμοιαζαν για ατέλειωτες ώρες, κατέβασε τα χέρια της και ήρθε να καθίσει δίπλα μου. Κάτι ήθελε να μου πει, αλλά δεν πρόλαβε γιατί εκείνη την ώρα μπήκε στην αίθουσα ο καθηγητής. Μόλις τον είδε την άκουσα να μουρμουρίζει χαμηλόφωνα "βλάκα". Την σκούντηξα διακριτικά και εκείνη σταμάτησε.

Ο καθηγητής της Χημείας, ο κύριος Ευσταθίου, ήταν ένας πενηντάρης με οβάλ πρόσωπο, έντονα μεγάλα πράσινα μάτια και μικρά χείλη. Αρκετοί συμμαθητές μας τον κορόιδευαν για αυτή την περίεργη ανακατανομή του προσώπου του, αλλά εμένα δε μου έκανε αίσθηση. Η θεία η Ευτέρπη, μου φαινόταν ακόμα πιο περίεργη με το κίτρινο μουστάκι της. Είχα ακούσει ουκ ολίγα μη κολακευτικά σχόλια από το σόι, όταν μαζευόμασταν σε διάφορες γιορτές. Βέβαια μονίμως κυκλοφορούσα με ακουστικά στα αυτιά, και τις περισσότερες φορές νόμιζαν ότι δεν άκουγα, που να ήξεραν όμως...

"Αθανασίου και Ροδίτης, βλέπω καθίσατε μαζί. Τουλάχιστον ελπίζω τώρα που θα γράφετε ο ένας στο τετράδιο του άλλου να το κάνετε πιο κομψά. Όσες φορές σας πιάσω σήμερα, τόσες φορές θα κάνουμε τον περιοδικό πίνακα."  Η φωνή του Ευσταθίου ήταν βαριά και μπάσα και πολλές φορές νόμιζες ότι άκουγες κάποιον που ήταν μονίμως μπουκωμένος, ίσως πάλι και να ήταν.

Η Δάφνη δίπλα μου άνοιξε το τετράδιο της και μετά ακολούθησα και εγώ. Από την στάση της είχα την αίσθηση ότι θα καθόταν φρόνιμη. Αν την κατάφερνα να την παρασύρω έστω και μια φορά ήξερα ότι δε θα σταμάταγε μετά. Όχι ότι ήμουν κακή επιρροή, αλλά όταν η καλύτερη σου φίλη θέλει να σου μιλήσει για σοβαρά θέματα, εσύ πρέπει να είσαι εκεί και να την ακούσεις. Γύρισα προς τον πίνακα και είδα τον καθηγητή μας να μας κοιτάει με ένα περίεργο χαμόγελο. Κρατούσε μια κιμωλία και ήταν έτοιμος να γράψει κάτι. "Δεν έχετε απολύτως καμία ιδέα τι σας περιμένει," είπε χαμηλόφωνα.

Αυτό ειλικρινά με ταρακούνησε τόσο που ο αγκώνας μου ακούμπησε τον αγκώνα της Δάφνης. Εκείνη με κοίταξε με απορία, δεν είχε ακούσει το παραμικρό. Μουρμούρισα συγνώμη και άρχιζα να προετοιμάζομαι ψυχολογικά για ότι μας περίμενε. Ήμουν υποχρεωμένος να κάθομαι σα να μην συμβαίνει τίποτε. Η αίθουσα ξαφνικά μου φαινόταν τόσο στενάχωρη και ένιωθα τα μάτια της Δάφνης κολλημένα πάνω μου, ενώ ο καθηγητής άρχισε να ζωγραφίζει το Υδρογόνο, το Λίθιο και το Βηρύλλιο. Πνιγόμουν αλλά δεν είπα τίποτε. Πέρασαν ακριβώς είκοσι πέντε λεπτά μέχρι να σχηματίσει και το τελευταίο τουβλάκι που ήταν το Λωρένσιο.

Κοιτούσε τον πίνακα σα να θαύμαζε ένα έργο τέχνης. Τόσο μεγάλη αγάπη του είχε. Αν είχα φωτογραφική μηχανή, ίσως και να το έβγαζα φωτογραφία αλλά δεν ήθελα άλλους μπελάδες. Πλήρως ικανοποιημένος με αυτό που είχε δημιουργήσει γύρισε προς το μέρος μας και με την χαρακτηριστική του φωνή μας είπε "έχετε την υποχρέωση να το αντιγράψετε πλήρως σε μια λευκή κόλλα χαρτί. Αυτή είναι η τιμωρία σας για σήμερα. Θα μου το φέρετε αύριο και το θέλω να είναι τετραγωνισμένο με τον χάρακα. Θα σας ελέγξω!" Το τελευταίο το τόνισε χαρακτηριστικά.

Κοίταξα κάτω και μετά είδα το χέρι της Δάφνης που χτυπούσε με μπουνιά ρυθμικά το πόδι της. Πόσο ήθελα να της το πιάσω και να την σταματήσω.  Ήξερα γιατί αντιδρούσε έτσι, δεν ήταν καλή στο σχέδιο και σιχαινόταν όταν δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Ήθελε να φέρνει τα πάντα εις πέρας. Η βροντερή φωνή του καθηγητή με έβγαλε από το λήθαργό μου. "Δεν θέλω στραβομουτσουνιές Αθανασίου, δε ταιριάζουν στο πρόσωπο σου αυτές οι ρυτίδες! Αφήστε τους έρωτες και συγκεντρωθείτε στην γνώση. Όταν μεγαλώσετε θα δείτε ότι οι έρωτες δε σας γεμίζουν το άδειο σας στομάχι. Χωρίς παιδεία δεν πάτε πουθενά. Να ακούτε και τον μεγάλο που έχει φάει τα χρόνια του στην μανιέρα της ζωής." Δεν άντεχα αυτές τις κουβέντες. Κάθε φορά που κάποιος "μεγάλος" ήθελε κάτι να μας πει αντίκριζα το ίδιο δασκαλίστικο ύφος. Έσφιξα το στυλό για να μην πω τίποτε που θα το μετάνιωνα αργότερα. "Παρεμπιπτόντως, είστε έτοιμοι να φύγετε. Τελειώσαμε για σήμερα, αύριο πάλι."

Η Δάφνη δίπλα μου έκλεισε το τετράδιο και το έβαλε στην τσάντα της, μηχανικά έκανα το ίδιο ενώ το μυαλό μου έτρεχε μίλια μακρυά. Να της έλεγα ότι θα της φτιάξω το δικό της εγώ; Εξάλλου για μένα ήταν παιχνιδάκι. Λάτρευα να σχεδιάζω και δε θα μου έπαιρνε πάρα πολύ ώρα. Τι να έκανα άραγε για να της φτιάξω το κέφι; Με έπιασε από το χέρι όπως κάναμε πάντα από παιδιά και λίγο πριν βγούμε από την τάξη, ο Ευσταθίου μας φώναξε πάλι πίσω. "Ένα λεπτό, Ροδίτη ξέχασες το στυλό σου αγόρι μου. Ορίστε πάρε το," και μου παρουσίασε ένα στυλό που δεν ήταν δικό μου. "Ευχαριστώ κύριε καθηγητά," απάντησα απορημένος. Τι κουφό ήταν αυτό αναρωτήθηκα. Χαμογελώντας μου συνωμοτικά και κοιτώντας την Δάφνη πρόσθεσε, "και Αθανασίου παιδί μου, ο Σταματόπουλος δεν είναι για σένα. Εσύ χρειάζεσαι κάτι άλλο. Κοτζάμ δίμετρος ο Ροδίτης δίπλα σου δεν τον βλέπεις;"  

Το αίμα μου πάγωσε, νόμιζα ότι δεν άκουσα καλά. Τι του ήρθε αυτό τώρα. Κοίταξα την Δάφνη τρομοκρατημένος, ήταν έκπληκτη αλλά το βλέμμα της είχε κάτι μέσα που δεν το είχα ξαναδεί. Είχαμε μείνει κολλημένοι εκεί, ανίκανοι να πούμε οτιδήποτε.  Εκείνος φανερά ικανοποιημένος με τον εαυτό του έφυγε από την τάξη μουρμουρίζοντας, "Να ακούτε τον Ευσταθίου είναι εγγύηση."

Tuesday, October 18, 2011

Διήγημα: Το αγρίμι

Καλησπέρα!
Ακόμα μια ιστορία που ήθελε να ειπωθεί....Απολαύστε την.
"Camille Money And Child in Garden" 1875 Claude Monet Painting

Τελευταία φορά την είδα να κοιτάει έναν αντίγραφο πίνακα του Μονέ κρατώντας ένα τσιγάρο στο χέρι. "Υπέροχο δεν είναι" μου είπε αφού με κοίταξε με τις άκρες των ματιών της. Δε θα διαφωνούσα μαζί της. Ειλικρινά δεν είχα καμία όρεξη να μου αναλύσει όλες τις σχολές ζωγραφικής, ούτε εκείνους τους ζωγράφους που χαρακτήριζαν κάθε περίοδο. Η αλήθεια είναι ότι την τελευταία φορά που διαφωνήσαμε, δηλαδή εκείνη διαφώνησε μαζί μου, έκανα να την δω οχτώ μήνες. "Δεν ξέρω αν είσαι αφελής ή απλά τον προσποιείσαι," ήταν οι τελευταίες τις κουβέντες, λίγο πριν βάλει το ξεφτισμένο της δερμάτινο και κλείσει πίσω της δυνατά την σιδερένια πόρτα.

Πάντα είχε κάτι που με έφερνε κοντά της. Τόσα χρόνια μετά δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν ακριβώς. Μια μίξη σαγήνης με αθωότητα μιας γυναίκας που ήταν κατά βάθος ένα αγρίμι; Η παρουσία της τρέλαινε πάντα τις αισθήσεις μου και πολλές φορές δεν μπορούσα να σκεφτώ καθαρά κοντά της. Προσπάθησα αρκετά να σκεφτώ γιατί συνέβαινε αυτό, αλλά η τάση μου να απλοποιώ τα πράγματα δεν με είχε οδηγήσει πουθενά. Ότι και αν ήταν ήμουν δέσμιος της. Προσπάθησα να απομακρυνθώ αλλά μάταια. Πάντα υπήρχε αυτή η αόρατη συμπαντική έλξη που μας έφερνε κοντά, όταν δεν το περίμενα. Τελικά το άφησα στην τύχη του και δεν το σκάλισα παραπάνω. 

Είχαν περάσει δεκαεπτά χρόνια από την πρώτη φορά που την είδα. Ήταν ένα αγοροκόριτσο που έκανε όλα εκείνα που δεν ήταν καθώς πρέπει για μια νεαρά κυρία της οικογενείας της και αυτό σύγχυζε αφάνταστα την ψηλομύτα μητέρα της. "Μα είναι δυνατόν! Εσύ μια κόρη Ναυάρχου να τρέχεις με αυτά τα ρούχα στα ποτάμια με τα αγόρια για να πιάσετε καβούρια! Που ακούστηκε Βικτώρια;" Θυμάμαι ότι η φωνή της ήταν τσιριχτή τόσο που σου έσπαγε τα τύμπανα.

Ήταν η πρώτη φορά που είχα δει την Βικτώρια στο ποτάμι να κρατάει μια καβουρομάνα στα χέρια της και να φοβερίζει κάτι αγόρια που ήταν μαζί της. Η μητέρα της ήρθε στο σημείο με ένα στρατιωτικό όχημα και ο φαντάρος που ήταν ο οδηγός της προσπαθούσε να συγκρατήσει τα γέλια του με αυτά που έβλεπε. Η Βικτώρια μου πέταξε το καβούρι λίγο πριν φύγει, μου είπε να την προσέχω γιατί θα με κυνηγούσε αν πάθαινε κάτι. Ένα κορίτσι επτά χρονών απείλησε εμένα που ήμουν εννέα. Μετά από αυτό ήμασταν αχώριστοι. Δεν υπήρχε μέρος που να μην πάμε μαζί. Ο Παύλος και η Βικτωρία, σαν το βασιλικό ζεύγος μόνο που εμείς δεν ήμασταν ζεύγος αλλά παιδιά.

Την είδα να με κοιτά με εκείνο το σκοτεινό της βλέμμα. Σηκώθηκα από την πολυθρόνα και την πλησίασα. "Πότε θα σταματήσουμε αυτό το παιχνίδι;" της είπα εκπλήσσοντας όχι μόνο εκείνη αλλά και τον ίδιο μου τον εαυτό. Έκανε ένα βήμα πίσω, ξεροκατάπιε και χαμηλόφωνα μου απάντησε "ποιο παιχνίδι, δε σε καταλαβαίνω Παύλο." Έκανα άλλο ένα βήμα, "ξέρεις πολύ καλά που αναφέρομαι." Αυτή η διαφοροποίηση των δυνάμεων μεταξύ μας μου είχε δώσει μια ορμή που θαύμαζα τόσο σε εκείνη. Πάντα πίστευα ότι ήταν πολύ τυχερή που έχει αυτό το χάρισμα, αφού εγώ ήμουν πάντα πιο χαμηλών τόνων. Την είχα στριμώξει για τα καλά και αυτή την φορά δε θα την άφηνα να μου ξεγλιστρήσει. Οι πρώτες στάλες από ιδρώτα φάνηκαν στο μέτωπο της, τα γνώριμα σημάδια ότι αρχίζει να φοβάται. Ήξερα πλέον να διαβάζω κάθε τι πάνω της. Κάθε της κίνηση ήταν για μένα οικεία. Τόσα χρόνια την είχα δει σε όλες τις φάσεις που μπορείς να δεις έναν άνθρωπο. Δε με φόβιζε ακόμα και στις πιο μαύρες της περιόδους.

"Μην πλησιάζεις άλλο" είπε δυνατά για να με φοβίσει. "Αλλιώς τι θα κάνεις;" την προκάλεσα στον ίδιο τόνο. Ήθελα επιτέλους να δω μια έκρηξη της, το είχα ανάγκη. Έκλεισα τα μάτια και μύρισα τον αέρα γύρω μας, ναι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να συμβεί. Τα άνοιξα και τα κάρφωσα πάνω της. Ανασφάλεια, φόβος, πόνος και προσμονή χόρευαν όλα μαζί μέσα τους. Χαμογέλασα, δεν μπορούσε να αποκρύψει την αλήθεια από μένα, εκείνα την πρόδιδαν πάντα. Την έπιασα από τα χέρια και την κόλλησα στον τοίχο. "Τι πραγματικά θέλεις να κάνεις τώρα Βικτώρια;" την ρώτησα τρυφερά, χαϊδεύοντας με τον αντίχειρα μου τον λαιμό της.

"Δε..δε ξέρω," πρόσθεσε, ενώ μια ανατριχίλα είχε απλωθεί σε όλο της το κορμί. Η ανάσα της βάρυνε και μαζί με την δική της και η δική μου. Τα θέλω τόσων χρόνων βγήκαν όλα στην επιφάνεια. Δεν μπορείς να παίζεις με την φωτιά τόσα χρόνια και να μην καείς. Ήμασταν απλά τυχεροί μέσα στην ατυχία μας που τράβηξε τόσο. Ίσως και οι δύο φοβισμένοι για να μην αλλάξει αυτό το γνώριμο που είχαμε. Αλλά τι ακριβώς είχαμε; Δεν είχαμε αυτό που θέλαμε πραγματικά. Αν θα το μαθαίναμε σήμερα, ίσως. Δεν ήταν η πρώτη φορά που γινόταν αυτό και σίγουρα όχι η τελευταία.

Όπως κάθε φορά πέρασε τα χέρια της στον αυχένα μου. Όπως κάθε φορά ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της για να με φτάσει. Μόνο που αυτή την φορά δεν την άφησα να με φιλήσει εκείνη. Την φίλησα εγώ και αυτό την ταρακούνησε, γιατί ήταν κάτι νέο που έσπαγε την χρόνια τελετουργία. Τσιτώθηκε αλλά δεν σταμάτησε το φιλί. Ήξερα ότι η επόμενη κίνηση θα ήταν δικιά της. Δεν υπήρχε περίπτωση το αγρίμι να μην ανταπαντήσει σε αυτό που έκανα. Όμως τώρα που τα χείλη μου ήταν πάνω στα δικά της, η επόμενη κίνηση δεν είχε καμία σημασία. Ο χρόνος ήταν παγωμένος στο εδώ και τώρα, έχοντας βγει νικητής για πρώτη φορά.

Monday, October 10, 2011

Διήγημα: Στην Θάλασσα

Καλημέρα,
Δεν ξέρω αν είναι η μέρα ή απλά η ανάγκη μου να γράψω κάτι διαφορετικό αλλά ορίστε μια ιστορία που ήθελε να ακουστεί. Καλή ανάγνωση.
"Δράματα έχω ζήσει πολλά", μου είπε ενώ με κοίταξε με τα μεγάλα γυάλινα μάτια της. Δεν έβλεπε πια. Μόνη της παρέα τώρα ήταν οι αναμνήσεις της. Όχι ότι υπερτερούσα σε κάτι. Άλλοι έχουν το φως τους και άλλοι βλέπουν με τα μάτια της ψυχής τους. Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν είναι πιο τυχεροί από του λόγου μας. Κάποια φορά νομίζω μου είχε ξεφύγει αυτή η σκέψη μπροστά της και με μάλωσε τόσο άσχημα που δεν τολμούσα να την ξαναρωτήσω. 

"Ότι μας δίνει ο Κύριος είναι ευλογία. Μην ρωτάς για πράματα που δεν καταλαβαίνεις παιδί μου," πρόσθεσε στο τέλος με μια φωνή όλο χάδι που με ανατρίχιαζε.

Ντράπηκα είναι η αλήθεια που την τάραξα. Δεν είμαι αφελής ίσα ίσα, μάλλον θα το ονομάτιζα απλή περιέργεια. Κοίταξα τριγύρω μου και είδα την φτωχική της κάμαρα. Ήταν πάντα καθαρή και τακτοποιημένη. Πως τα κατάφερνε όλα αυτά μια γριά τυφλή γυναίκα μόνη της; Περιέργεια δεν είπα πριν από λίγο; Στα δεκατέσσερα μου χρόνια δεν είχα δει τίποτε άλλο πέρα από τα όρια του χωριού. Όλος ο μικρόκοσμος μου ήταν αυτό το καλύβι δίπλα από το σπίτι μας. 

Ο χειμώνας ήταν βαρύς και το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα. Η μόνη μου παρέα ήταν η κυρά Βγενιώ. Ήταν η συνταξιούχος δασκάλα του χωριού και τώρα που δεν μπορούσα να περπατήσω μέχρι το σχολείο εκείνη μου έκανε μαθήματα. Και η αλήθεια είναι ότι περνούσα καλύτερα εδώ παρά σε εκείνο το κτίριο κάτω από την πλατεία. Ίσως γιατί η φωνή της με ταξίδευε πάντα σε μέρη μακρινά που θα επισκεπτόμουν όταν θα έφευγα από εδώ. 

Ναι ήμουν σίγουρος ότι μια μέρα θα έβλεπα την θάλασσα. Η κυρα Βγενιώ μου είχε πει ότι το απέραντο γαλάζιο φτάνει τόσο μακρυά που το μάτι σου δεν το χορταίνει. Να κάτι διαφορετικό από τα μεγάλα πεύκα και έλατα που ήταν πάντα καλυμμένα από το κάτασπρο χιόνι. Ξανακοίταξα την ψιλόλιγνη μορφή της και σα να το κατάλαβε με ρώτησε; 

"Που ταξιδεύει το μυαλό σου παιδί μου;" 

"Στην θάλασσα. Βαρέθηκα να βλέπω αυτό το άσπρο συνέχεια," μουρμούρισα διστακτικά.

Εκείνη αναστέναξε και άφησε στο τραπέζι το καλάθι με την ρίγανη που έτριβε. Με κοίταξε κατάματα και για μια στιγμή σκέφτηκα πως θα με κοίταζε αν με έβλεπε στην πραγματικότητα. Θα φώτιζαν τα μάτια της από ελπίδα όπως τώρα; Άραγε θα ήταν διαφορετική; Θα μου μιλούσε όπως μου μιλάει τώρα μα το πιο σημαντικό θα ήταν εδώ μαζί μας ή κάπου αλλού; 

"Η θάλασσα δεν φεύγει από εκεί που είναι, όπως δεν φεύγει και το χωριό αυτό από εδώ. Μόνο εμείς πάμε και ερχόμαστε χρόνια τώρα σε αυτή την γη. Πιστεύω ότι θα δεις την θάλασσα μα και άλλα μέρη όταν μεγαλώσεις. Έχεις την ψυχή του ταξιδευτή. Είσαι ένα ευλογημένο παιδί γιατί κοιτάς τα πάντα γύρω σου με άλλα μάτια. Μπορεί να έχω χάσει το φως μου, αλλά για μένα εσύ είσαι το φως μου. Με κάνεις να θυμάμαι όλα εκείνα τα μέρη που είδα όταν ήμουν νέα. Δράματα έχω ζήσει πολλά, αλλά τα όνειρα μου είναι ακόμα περισσότερα. Και εσύ είσαι ένα όνειρο, το πιο όμορφο από όλα που βλέπω."

Η φωνή της ένας ψίθυρος έχει μείνει μαζί μου όποτε την θυμάμαι. Πως να ξεχάσεις τέτοια λόγια; Πως να ξεχάσεις αυτό το όνειρο που σε ταξιδεύει τόσα χρόνια;



Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...