Thursday, October 27, 2011

Είναι δικαίωμα η υποχρέωση στην έκπληξη;

Καλησπέρα αγαπημένοι μου, 
Μετά το νέο μας κούρεμα με αυτή την λίγο σαχλή κούπ, τα διαφόρων ειδών σχόλια στα παράθυρα της τιβί, στα ραδιόφωνα, στο τουίτερ και εννοείται μεταξύ μας. Μετά από τους θριάμβους μερικών, τις φασαρίες, τους διάφορους χαρακτηρισμούς και τέλος από τα μεταξύ μας αλληλοπειράγματα. Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να γελάσουμε λίγο. Θεωρώ ότι ετούτες εδώ τις ώρες πρέπει να κρατηθούμε από κάπου. Μας χρειάζονται τα πειράγματα, τα γέλια, η ελπίδα. Ναι η ελπίδα ότι κάτι καλό θα βγει. Γιατί έτσι πρέπει να σκεφτόμαστε, ότι θα δούμε φως στο τούνελ και ίσως αλλάξουν πράγματα. Αρχικά μεταξύ μας και ίσως αργότερα και στην κοινωνία που ζούμε.

Να λοιπόν κάτι μικρό ορμώμενη από μια συζήτηση που είχα...Απολαύστε το.


"Σου έχω πει χίλιες φορές να μην μου πετάς χαρτάκια μέσα στην τάξη," μου είπε δήθεν θυμωμένα η Δάφνη. Καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα για να μην με ακουμπήσει. Ήξερα ότι κατά βάθος δεν ήταν θυμωμένη μαζί μου, περισσότερο με τον εαυτό της γιατί ο καθηγητής διάβασε το ραβασάκι της. "Έχεις δίκιο, δε θα το ξανακάνω..." μουρμούρισα λυπημένα. Προσπαθούσα ο καψερός να κατευνάσω τα πνεύματα. Μυστήρια πλάσματα οι γυναίκες και από ότι μου είχε πει ο πατέρας μου "είναι πολύ καλύτερο Παύλο να πηγαίνεις με τα νερά τους. Η μητέρα σου νομίζει ότι έχει δαμάσει το τέρας. Αλλά στην περίπτωση μας την έχω δαμάσει εγώ." Τον άκουγα πάντα με προσοχή, γνέφοντας στα κατάλληλα σημεία για να του δείξω ότι είχε την αμέριστη προσοχή μου όταν μου ανέλυε τα πλάνα του. Η αλήθεια  βέβαια ήταν λίγο διαφορετική, η μητέρα μου ήταν εκείνη που τον έκανε ότι ήθελε. Αυτό βέβαια δεν χρειαζόταν να του το πω. Ο καθένας μπορεί να πιστεύει ότι θέλει αρκεί να μην βλάπτει τον εαυτό του ή τους άλλους.

Η Δάφνη ακούνητη στον τοίχο, εγώ καθισμένος στο θρανίο και η τάξη άδεια πλέον από μαθητές που είχαν φύγει εδώ και ώρα για τα σπίτια τους. Εμείς τιμωρία. Θα καθόμασταν μια ακόμα ώρα με τον ίδιο καθηγητή να μας κάνει παράδοση του μαθήματος που χάσαμε, κατά εκείνον, από την μεταξύ μας συζήτηση. Τα καστανά της μαλλιά ήταν πιασμένα αλογοουρά και το φωτεινό της μπλε βλέμμα δέσποζε στην κατάλευκη της επιδερμίδα. Μετά από μερικά λεπτά που για μένα έμοιαζαν για ατέλειωτες ώρες, κατέβασε τα χέρια της και ήρθε να καθίσει δίπλα μου. Κάτι ήθελε να μου πει, αλλά δεν πρόλαβε γιατί εκείνη την ώρα μπήκε στην αίθουσα ο καθηγητής. Μόλις τον είδε την άκουσα να μουρμουρίζει χαμηλόφωνα "βλάκα". Την σκούντηξα διακριτικά και εκείνη σταμάτησε.

Ο καθηγητής της Χημείας, ο κύριος Ευσταθίου, ήταν ένας πενηντάρης με οβάλ πρόσωπο, έντονα μεγάλα πράσινα μάτια και μικρά χείλη. Αρκετοί συμμαθητές μας τον κορόιδευαν για αυτή την περίεργη ανακατανομή του προσώπου του, αλλά εμένα δε μου έκανε αίσθηση. Η θεία η Ευτέρπη, μου φαινόταν ακόμα πιο περίεργη με το κίτρινο μουστάκι της. Είχα ακούσει ουκ ολίγα μη κολακευτικά σχόλια από το σόι, όταν μαζευόμασταν σε διάφορες γιορτές. Βέβαια μονίμως κυκλοφορούσα με ακουστικά στα αυτιά, και τις περισσότερες φορές νόμιζαν ότι δεν άκουγα, που να ήξεραν όμως...

"Αθανασίου και Ροδίτης, βλέπω καθίσατε μαζί. Τουλάχιστον ελπίζω τώρα που θα γράφετε ο ένας στο τετράδιο του άλλου να το κάνετε πιο κομψά. Όσες φορές σας πιάσω σήμερα, τόσες φορές θα κάνουμε τον περιοδικό πίνακα."  Η φωνή του Ευσταθίου ήταν βαριά και μπάσα και πολλές φορές νόμιζες ότι άκουγες κάποιον που ήταν μονίμως μπουκωμένος, ίσως πάλι και να ήταν.

Η Δάφνη δίπλα μου άνοιξε το τετράδιο της και μετά ακολούθησα και εγώ. Από την στάση της είχα την αίσθηση ότι θα καθόταν φρόνιμη. Αν την κατάφερνα να την παρασύρω έστω και μια φορά ήξερα ότι δε θα σταμάταγε μετά. Όχι ότι ήμουν κακή επιρροή, αλλά όταν η καλύτερη σου φίλη θέλει να σου μιλήσει για σοβαρά θέματα, εσύ πρέπει να είσαι εκεί και να την ακούσεις. Γύρισα προς τον πίνακα και είδα τον καθηγητή μας να μας κοιτάει με ένα περίεργο χαμόγελο. Κρατούσε μια κιμωλία και ήταν έτοιμος να γράψει κάτι. "Δεν έχετε απολύτως καμία ιδέα τι σας περιμένει," είπε χαμηλόφωνα.

Αυτό ειλικρινά με ταρακούνησε τόσο που ο αγκώνας μου ακούμπησε τον αγκώνα της Δάφνης. Εκείνη με κοίταξε με απορία, δεν είχε ακούσει το παραμικρό. Μουρμούρισα συγνώμη και άρχιζα να προετοιμάζομαι ψυχολογικά για ότι μας περίμενε. Ήμουν υποχρεωμένος να κάθομαι σα να μην συμβαίνει τίποτε. Η αίθουσα ξαφνικά μου φαινόταν τόσο στενάχωρη και ένιωθα τα μάτια της Δάφνης κολλημένα πάνω μου, ενώ ο καθηγητής άρχισε να ζωγραφίζει το Υδρογόνο, το Λίθιο και το Βηρύλλιο. Πνιγόμουν αλλά δεν είπα τίποτε. Πέρασαν ακριβώς είκοσι πέντε λεπτά μέχρι να σχηματίσει και το τελευταίο τουβλάκι που ήταν το Λωρένσιο.

Κοιτούσε τον πίνακα σα να θαύμαζε ένα έργο τέχνης. Τόσο μεγάλη αγάπη του είχε. Αν είχα φωτογραφική μηχανή, ίσως και να το έβγαζα φωτογραφία αλλά δεν ήθελα άλλους μπελάδες. Πλήρως ικανοποιημένος με αυτό που είχε δημιουργήσει γύρισε προς το μέρος μας και με την χαρακτηριστική του φωνή μας είπε "έχετε την υποχρέωση να το αντιγράψετε πλήρως σε μια λευκή κόλλα χαρτί. Αυτή είναι η τιμωρία σας για σήμερα. Θα μου το φέρετε αύριο και το θέλω να είναι τετραγωνισμένο με τον χάρακα. Θα σας ελέγξω!" Το τελευταίο το τόνισε χαρακτηριστικά.

Κοίταξα κάτω και μετά είδα το χέρι της Δάφνης που χτυπούσε με μπουνιά ρυθμικά το πόδι της. Πόσο ήθελα να της το πιάσω και να την σταματήσω.  Ήξερα γιατί αντιδρούσε έτσι, δεν ήταν καλή στο σχέδιο και σιχαινόταν όταν δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Ήθελε να φέρνει τα πάντα εις πέρας. Η βροντερή φωνή του καθηγητή με έβγαλε από το λήθαργό μου. "Δεν θέλω στραβομουτσουνιές Αθανασίου, δε ταιριάζουν στο πρόσωπο σου αυτές οι ρυτίδες! Αφήστε τους έρωτες και συγκεντρωθείτε στην γνώση. Όταν μεγαλώσετε θα δείτε ότι οι έρωτες δε σας γεμίζουν το άδειο σας στομάχι. Χωρίς παιδεία δεν πάτε πουθενά. Να ακούτε και τον μεγάλο που έχει φάει τα χρόνια του στην μανιέρα της ζωής." Δεν άντεχα αυτές τις κουβέντες. Κάθε φορά που κάποιος "μεγάλος" ήθελε κάτι να μας πει αντίκριζα το ίδιο δασκαλίστικο ύφος. Έσφιξα το στυλό για να μην πω τίποτε που θα το μετάνιωνα αργότερα. "Παρεμπιπτόντως, είστε έτοιμοι να φύγετε. Τελειώσαμε για σήμερα, αύριο πάλι."

Η Δάφνη δίπλα μου έκλεισε το τετράδιο και το έβαλε στην τσάντα της, μηχανικά έκανα το ίδιο ενώ το μυαλό μου έτρεχε μίλια μακρυά. Να της έλεγα ότι θα της φτιάξω το δικό της εγώ; Εξάλλου για μένα ήταν παιχνιδάκι. Λάτρευα να σχεδιάζω και δε θα μου έπαιρνε πάρα πολύ ώρα. Τι να έκανα άραγε για να της φτιάξω το κέφι; Με έπιασε από το χέρι όπως κάναμε πάντα από παιδιά και λίγο πριν βγούμε από την τάξη, ο Ευσταθίου μας φώναξε πάλι πίσω. "Ένα λεπτό, Ροδίτη ξέχασες το στυλό σου αγόρι μου. Ορίστε πάρε το," και μου παρουσίασε ένα στυλό που δεν ήταν δικό μου. "Ευχαριστώ κύριε καθηγητά," απάντησα απορημένος. Τι κουφό ήταν αυτό αναρωτήθηκα. Χαμογελώντας μου συνωμοτικά και κοιτώντας την Δάφνη πρόσθεσε, "και Αθανασίου παιδί μου, ο Σταματόπουλος δεν είναι για σένα. Εσύ χρειάζεσαι κάτι άλλο. Κοτζάμ δίμετρος ο Ροδίτης δίπλα σου δεν τον βλέπεις;"  

Το αίμα μου πάγωσε, νόμιζα ότι δεν άκουσα καλά. Τι του ήρθε αυτό τώρα. Κοίταξα την Δάφνη τρομοκρατημένος, ήταν έκπληκτη αλλά το βλέμμα της είχε κάτι μέσα που δεν το είχα ξαναδεί. Είχαμε μείνει κολλημένοι εκεί, ανίκανοι να πούμε οτιδήποτε.  Εκείνος φανερά ικανοποιημένος με τον εαυτό του έφυγε από την τάξη μουρμουρίζοντας, "Να ακούτε τον Ευσταθίου είναι εγγύηση."

Tuesday, October 18, 2011

Διήγημα: Το αγρίμι

Καλησπέρα!
Ακόμα μια ιστορία που ήθελε να ειπωθεί....Απολαύστε την.
"Camille Money And Child in Garden" 1875 Claude Monet Painting

Τελευταία φορά την είδα να κοιτάει έναν αντίγραφο πίνακα του Μονέ κρατώντας ένα τσιγάρο στο χέρι. "Υπέροχο δεν είναι" μου είπε αφού με κοίταξε με τις άκρες των ματιών της. Δε θα διαφωνούσα μαζί της. Ειλικρινά δεν είχα καμία όρεξη να μου αναλύσει όλες τις σχολές ζωγραφικής, ούτε εκείνους τους ζωγράφους που χαρακτήριζαν κάθε περίοδο. Η αλήθεια είναι ότι την τελευταία φορά που διαφωνήσαμε, δηλαδή εκείνη διαφώνησε μαζί μου, έκανα να την δω οχτώ μήνες. "Δεν ξέρω αν είσαι αφελής ή απλά τον προσποιείσαι," ήταν οι τελευταίες τις κουβέντες, λίγο πριν βάλει το ξεφτισμένο της δερμάτινο και κλείσει πίσω της δυνατά την σιδερένια πόρτα.

Πάντα είχε κάτι που με έφερνε κοντά της. Τόσα χρόνια μετά δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν ακριβώς. Μια μίξη σαγήνης με αθωότητα μιας γυναίκας που ήταν κατά βάθος ένα αγρίμι; Η παρουσία της τρέλαινε πάντα τις αισθήσεις μου και πολλές φορές δεν μπορούσα να σκεφτώ καθαρά κοντά της. Προσπάθησα αρκετά να σκεφτώ γιατί συνέβαινε αυτό, αλλά η τάση μου να απλοποιώ τα πράγματα δεν με είχε οδηγήσει πουθενά. Ότι και αν ήταν ήμουν δέσμιος της. Προσπάθησα να απομακρυνθώ αλλά μάταια. Πάντα υπήρχε αυτή η αόρατη συμπαντική έλξη που μας έφερνε κοντά, όταν δεν το περίμενα. Τελικά το άφησα στην τύχη του και δεν το σκάλισα παραπάνω. 

Είχαν περάσει δεκαεπτά χρόνια από την πρώτη φορά που την είδα. Ήταν ένα αγοροκόριτσο που έκανε όλα εκείνα που δεν ήταν καθώς πρέπει για μια νεαρά κυρία της οικογενείας της και αυτό σύγχυζε αφάνταστα την ψηλομύτα μητέρα της. "Μα είναι δυνατόν! Εσύ μια κόρη Ναυάρχου να τρέχεις με αυτά τα ρούχα στα ποτάμια με τα αγόρια για να πιάσετε καβούρια! Που ακούστηκε Βικτώρια;" Θυμάμαι ότι η φωνή της ήταν τσιριχτή τόσο που σου έσπαγε τα τύμπανα.

Ήταν η πρώτη φορά που είχα δει την Βικτώρια στο ποτάμι να κρατάει μια καβουρομάνα στα χέρια της και να φοβερίζει κάτι αγόρια που ήταν μαζί της. Η μητέρα της ήρθε στο σημείο με ένα στρατιωτικό όχημα και ο φαντάρος που ήταν ο οδηγός της προσπαθούσε να συγκρατήσει τα γέλια του με αυτά που έβλεπε. Η Βικτώρια μου πέταξε το καβούρι λίγο πριν φύγει, μου είπε να την προσέχω γιατί θα με κυνηγούσε αν πάθαινε κάτι. Ένα κορίτσι επτά χρονών απείλησε εμένα που ήμουν εννέα. Μετά από αυτό ήμασταν αχώριστοι. Δεν υπήρχε μέρος που να μην πάμε μαζί. Ο Παύλος και η Βικτωρία, σαν το βασιλικό ζεύγος μόνο που εμείς δεν ήμασταν ζεύγος αλλά παιδιά.

Την είδα να με κοιτά με εκείνο το σκοτεινό της βλέμμα. Σηκώθηκα από την πολυθρόνα και την πλησίασα. "Πότε θα σταματήσουμε αυτό το παιχνίδι;" της είπα εκπλήσσοντας όχι μόνο εκείνη αλλά και τον ίδιο μου τον εαυτό. Έκανε ένα βήμα πίσω, ξεροκατάπιε και χαμηλόφωνα μου απάντησε "ποιο παιχνίδι, δε σε καταλαβαίνω Παύλο." Έκανα άλλο ένα βήμα, "ξέρεις πολύ καλά που αναφέρομαι." Αυτή η διαφοροποίηση των δυνάμεων μεταξύ μας μου είχε δώσει μια ορμή που θαύμαζα τόσο σε εκείνη. Πάντα πίστευα ότι ήταν πολύ τυχερή που έχει αυτό το χάρισμα, αφού εγώ ήμουν πάντα πιο χαμηλών τόνων. Την είχα στριμώξει για τα καλά και αυτή την φορά δε θα την άφηνα να μου ξεγλιστρήσει. Οι πρώτες στάλες από ιδρώτα φάνηκαν στο μέτωπο της, τα γνώριμα σημάδια ότι αρχίζει να φοβάται. Ήξερα πλέον να διαβάζω κάθε τι πάνω της. Κάθε της κίνηση ήταν για μένα οικεία. Τόσα χρόνια την είχα δει σε όλες τις φάσεις που μπορείς να δεις έναν άνθρωπο. Δε με φόβιζε ακόμα και στις πιο μαύρες της περιόδους.

"Μην πλησιάζεις άλλο" είπε δυνατά για να με φοβίσει. "Αλλιώς τι θα κάνεις;" την προκάλεσα στον ίδιο τόνο. Ήθελα επιτέλους να δω μια έκρηξη της, το είχα ανάγκη. Έκλεισα τα μάτια και μύρισα τον αέρα γύρω μας, ναι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να συμβεί. Τα άνοιξα και τα κάρφωσα πάνω της. Ανασφάλεια, φόβος, πόνος και προσμονή χόρευαν όλα μαζί μέσα τους. Χαμογέλασα, δεν μπορούσε να αποκρύψει την αλήθεια από μένα, εκείνα την πρόδιδαν πάντα. Την έπιασα από τα χέρια και την κόλλησα στον τοίχο. "Τι πραγματικά θέλεις να κάνεις τώρα Βικτώρια;" την ρώτησα τρυφερά, χαϊδεύοντας με τον αντίχειρα μου τον λαιμό της.

"Δε..δε ξέρω," πρόσθεσε, ενώ μια ανατριχίλα είχε απλωθεί σε όλο της το κορμί. Η ανάσα της βάρυνε και μαζί με την δική της και η δική μου. Τα θέλω τόσων χρόνων βγήκαν όλα στην επιφάνεια. Δεν μπορείς να παίζεις με την φωτιά τόσα χρόνια και να μην καείς. Ήμασταν απλά τυχεροί μέσα στην ατυχία μας που τράβηξε τόσο. Ίσως και οι δύο φοβισμένοι για να μην αλλάξει αυτό το γνώριμο που είχαμε. Αλλά τι ακριβώς είχαμε; Δεν είχαμε αυτό που θέλαμε πραγματικά. Αν θα το μαθαίναμε σήμερα, ίσως. Δεν ήταν η πρώτη φορά που γινόταν αυτό και σίγουρα όχι η τελευταία.

Όπως κάθε φορά πέρασε τα χέρια της στον αυχένα μου. Όπως κάθε φορά ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της για να με φτάσει. Μόνο που αυτή την φορά δεν την άφησα να με φιλήσει εκείνη. Την φίλησα εγώ και αυτό την ταρακούνησε, γιατί ήταν κάτι νέο που έσπαγε την χρόνια τελετουργία. Τσιτώθηκε αλλά δεν σταμάτησε το φιλί. Ήξερα ότι η επόμενη κίνηση θα ήταν δικιά της. Δεν υπήρχε περίπτωση το αγρίμι να μην ανταπαντήσει σε αυτό που έκανα. Όμως τώρα που τα χείλη μου ήταν πάνω στα δικά της, η επόμενη κίνηση δεν είχε καμία σημασία. Ο χρόνος ήταν παγωμένος στο εδώ και τώρα, έχοντας βγει νικητής για πρώτη φορά.

Monday, October 10, 2011

Διήγημα: Στην Θάλασσα

Καλημέρα,
Δεν ξέρω αν είναι η μέρα ή απλά η ανάγκη μου να γράψω κάτι διαφορετικό αλλά ορίστε μια ιστορία που ήθελε να ακουστεί. Καλή ανάγνωση.
"Δράματα έχω ζήσει πολλά", μου είπε ενώ με κοίταξε με τα μεγάλα γυάλινα μάτια της. Δεν έβλεπε πια. Μόνη της παρέα τώρα ήταν οι αναμνήσεις της. Όχι ότι υπερτερούσα σε κάτι. Άλλοι έχουν το φως τους και άλλοι βλέπουν με τα μάτια της ψυχής τους. Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν είναι πιο τυχεροί από του λόγου μας. Κάποια φορά νομίζω μου είχε ξεφύγει αυτή η σκέψη μπροστά της και με μάλωσε τόσο άσχημα που δεν τολμούσα να την ξαναρωτήσω. 

"Ότι μας δίνει ο Κύριος είναι ευλογία. Μην ρωτάς για πράματα που δεν καταλαβαίνεις παιδί μου," πρόσθεσε στο τέλος με μια φωνή όλο χάδι που με ανατρίχιαζε.

Ντράπηκα είναι η αλήθεια που την τάραξα. Δεν είμαι αφελής ίσα ίσα, μάλλον θα το ονομάτιζα απλή περιέργεια. Κοίταξα τριγύρω μου και είδα την φτωχική της κάμαρα. Ήταν πάντα καθαρή και τακτοποιημένη. Πως τα κατάφερνε όλα αυτά μια γριά τυφλή γυναίκα μόνη της; Περιέργεια δεν είπα πριν από λίγο; Στα δεκατέσσερα μου χρόνια δεν είχα δει τίποτε άλλο πέρα από τα όρια του χωριού. Όλος ο μικρόκοσμος μου ήταν αυτό το καλύβι δίπλα από το σπίτι μας. 

Ο χειμώνας ήταν βαρύς και το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα. Η μόνη μου παρέα ήταν η κυρά Βγενιώ. Ήταν η συνταξιούχος δασκάλα του χωριού και τώρα που δεν μπορούσα να περπατήσω μέχρι το σχολείο εκείνη μου έκανε μαθήματα. Και η αλήθεια είναι ότι περνούσα καλύτερα εδώ παρά σε εκείνο το κτίριο κάτω από την πλατεία. Ίσως γιατί η φωνή της με ταξίδευε πάντα σε μέρη μακρινά που θα επισκεπτόμουν όταν θα έφευγα από εδώ. 

Ναι ήμουν σίγουρος ότι μια μέρα θα έβλεπα την θάλασσα. Η κυρα Βγενιώ μου είχε πει ότι το απέραντο γαλάζιο φτάνει τόσο μακρυά που το μάτι σου δεν το χορταίνει. Να κάτι διαφορετικό από τα μεγάλα πεύκα και έλατα που ήταν πάντα καλυμμένα από το κάτασπρο χιόνι. Ξανακοίταξα την ψιλόλιγνη μορφή της και σα να το κατάλαβε με ρώτησε; 

"Που ταξιδεύει το μυαλό σου παιδί μου;" 

"Στην θάλασσα. Βαρέθηκα να βλέπω αυτό το άσπρο συνέχεια," μουρμούρισα διστακτικά.

Εκείνη αναστέναξε και άφησε στο τραπέζι το καλάθι με την ρίγανη που έτριβε. Με κοίταξε κατάματα και για μια στιγμή σκέφτηκα πως θα με κοίταζε αν με έβλεπε στην πραγματικότητα. Θα φώτιζαν τα μάτια της από ελπίδα όπως τώρα; Άραγε θα ήταν διαφορετική; Θα μου μιλούσε όπως μου μιλάει τώρα μα το πιο σημαντικό θα ήταν εδώ μαζί μας ή κάπου αλλού; 

"Η θάλασσα δεν φεύγει από εκεί που είναι, όπως δεν φεύγει και το χωριό αυτό από εδώ. Μόνο εμείς πάμε και ερχόμαστε χρόνια τώρα σε αυτή την γη. Πιστεύω ότι θα δεις την θάλασσα μα και άλλα μέρη όταν μεγαλώσεις. Έχεις την ψυχή του ταξιδευτή. Είσαι ένα ευλογημένο παιδί γιατί κοιτάς τα πάντα γύρω σου με άλλα μάτια. Μπορεί να έχω χάσει το φως μου, αλλά για μένα εσύ είσαι το φως μου. Με κάνεις να θυμάμαι όλα εκείνα τα μέρη που είδα όταν ήμουν νέα. Δράματα έχω ζήσει πολλά, αλλά τα όνειρα μου είναι ακόμα περισσότερα. Και εσύ είσαι ένα όνειρο, το πιο όμορφο από όλα που βλέπω."

Η φωνή της ένας ψίθυρος έχει μείνει μαζί μου όποτε την θυμάμαι. Πως να ξεχάσεις τέτοια λόγια; Πως να ξεχάσεις αυτό το όνειρο που σε ταξιδεύει τόσα χρόνια;



Tuesday, October 4, 2011

An epiphany that rocked my night!

Landscape puzzle
Hey Everyone,
Kalimera from Athens! I do hope you are all well alive and kicking! As promised here is another blog entry. 

Last night I was writing a specific scene when a tiny image passed quickly from my mind. I froze and stopped what I was doing because that tiny image led me to an epiphany. My creative writing professor 's words echoed in my mind :
"In a novel everything you introduce to your readers has a usage. Sometimes it has an underlying or even hidden meaning. Even if the readers don't make the connections at all, a writer has to know exactly what he/she is talking about."
I replayed that phrase for several minutes until the adrenaline was off my system. As a writer I gave birth to my characters. I gave them a name, a background. I tried to find things they like and now that they are complete human beings I am really proud about them. Proud as a mama can be for her children.

So it was a revelation for me when some this subplot was revealed because I haven't planned it in the beginning. It was like I found a missing piece from the puzzle I was looking so eagerly these past months. Because lets face it, while writing a story you cannot know everything. You have the story, you have an outline but some things are a bit shady especially if you are focused in other parts. 

If I am happy with this? ABSOLUTELY! For me this is a reward. It will simply make better my story plus this gives me the wings to continue what I have started. Writing is not easy at all. Especially if you want to write a good story. So, yeah yesterday it was a magnificent end to my day. I do hope that your day was a good one as well...

Until Tomorrow, Have a nice day ahead...

~CC

P.S. For those who love twitter, you can also find me over there too.  Search for @CleoComnenos


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...