Tuesday, October 18, 2011

Διήγημα: Το αγρίμι

Καλησπέρα!
Ακόμα μια ιστορία που ήθελε να ειπωθεί....Απολαύστε την.
"Camille Money And Child in Garden" 1875 Claude Monet Painting

Τελευταία φορά την είδα να κοιτάει έναν αντίγραφο πίνακα του Μονέ κρατώντας ένα τσιγάρο στο χέρι. "Υπέροχο δεν είναι" μου είπε αφού με κοίταξε με τις άκρες των ματιών της. Δε θα διαφωνούσα μαζί της. Ειλικρινά δεν είχα καμία όρεξη να μου αναλύσει όλες τις σχολές ζωγραφικής, ούτε εκείνους τους ζωγράφους που χαρακτήριζαν κάθε περίοδο. Η αλήθεια είναι ότι την τελευταία φορά που διαφωνήσαμε, δηλαδή εκείνη διαφώνησε μαζί μου, έκανα να την δω οχτώ μήνες. "Δεν ξέρω αν είσαι αφελής ή απλά τον προσποιείσαι," ήταν οι τελευταίες τις κουβέντες, λίγο πριν βάλει το ξεφτισμένο της δερμάτινο και κλείσει πίσω της δυνατά την σιδερένια πόρτα.

Πάντα είχε κάτι που με έφερνε κοντά της. Τόσα χρόνια μετά δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήταν ακριβώς. Μια μίξη σαγήνης με αθωότητα μιας γυναίκας που ήταν κατά βάθος ένα αγρίμι; Η παρουσία της τρέλαινε πάντα τις αισθήσεις μου και πολλές φορές δεν μπορούσα να σκεφτώ καθαρά κοντά της. Προσπάθησα αρκετά να σκεφτώ γιατί συνέβαινε αυτό, αλλά η τάση μου να απλοποιώ τα πράγματα δεν με είχε οδηγήσει πουθενά. Ότι και αν ήταν ήμουν δέσμιος της. Προσπάθησα να απομακρυνθώ αλλά μάταια. Πάντα υπήρχε αυτή η αόρατη συμπαντική έλξη που μας έφερνε κοντά, όταν δεν το περίμενα. Τελικά το άφησα στην τύχη του και δεν το σκάλισα παραπάνω. 

Είχαν περάσει δεκαεπτά χρόνια από την πρώτη φορά που την είδα. Ήταν ένα αγοροκόριτσο που έκανε όλα εκείνα που δεν ήταν καθώς πρέπει για μια νεαρά κυρία της οικογενείας της και αυτό σύγχυζε αφάνταστα την ψηλομύτα μητέρα της. "Μα είναι δυνατόν! Εσύ μια κόρη Ναυάρχου να τρέχεις με αυτά τα ρούχα στα ποτάμια με τα αγόρια για να πιάσετε καβούρια! Που ακούστηκε Βικτώρια;" Θυμάμαι ότι η φωνή της ήταν τσιριχτή τόσο που σου έσπαγε τα τύμπανα.

Ήταν η πρώτη φορά που είχα δει την Βικτώρια στο ποτάμι να κρατάει μια καβουρομάνα στα χέρια της και να φοβερίζει κάτι αγόρια που ήταν μαζί της. Η μητέρα της ήρθε στο σημείο με ένα στρατιωτικό όχημα και ο φαντάρος που ήταν ο οδηγός της προσπαθούσε να συγκρατήσει τα γέλια του με αυτά που έβλεπε. Η Βικτώρια μου πέταξε το καβούρι λίγο πριν φύγει, μου είπε να την προσέχω γιατί θα με κυνηγούσε αν πάθαινε κάτι. Ένα κορίτσι επτά χρονών απείλησε εμένα που ήμουν εννέα. Μετά από αυτό ήμασταν αχώριστοι. Δεν υπήρχε μέρος που να μην πάμε μαζί. Ο Παύλος και η Βικτωρία, σαν το βασιλικό ζεύγος μόνο που εμείς δεν ήμασταν ζεύγος αλλά παιδιά.

Την είδα να με κοιτά με εκείνο το σκοτεινό της βλέμμα. Σηκώθηκα από την πολυθρόνα και την πλησίασα. "Πότε θα σταματήσουμε αυτό το παιχνίδι;" της είπα εκπλήσσοντας όχι μόνο εκείνη αλλά και τον ίδιο μου τον εαυτό. Έκανε ένα βήμα πίσω, ξεροκατάπιε και χαμηλόφωνα μου απάντησε "ποιο παιχνίδι, δε σε καταλαβαίνω Παύλο." Έκανα άλλο ένα βήμα, "ξέρεις πολύ καλά που αναφέρομαι." Αυτή η διαφοροποίηση των δυνάμεων μεταξύ μας μου είχε δώσει μια ορμή που θαύμαζα τόσο σε εκείνη. Πάντα πίστευα ότι ήταν πολύ τυχερή που έχει αυτό το χάρισμα, αφού εγώ ήμουν πάντα πιο χαμηλών τόνων. Την είχα στριμώξει για τα καλά και αυτή την φορά δε θα την άφηνα να μου ξεγλιστρήσει. Οι πρώτες στάλες από ιδρώτα φάνηκαν στο μέτωπο της, τα γνώριμα σημάδια ότι αρχίζει να φοβάται. Ήξερα πλέον να διαβάζω κάθε τι πάνω της. Κάθε της κίνηση ήταν για μένα οικεία. Τόσα χρόνια την είχα δει σε όλες τις φάσεις που μπορείς να δεις έναν άνθρωπο. Δε με φόβιζε ακόμα και στις πιο μαύρες της περιόδους.

"Μην πλησιάζεις άλλο" είπε δυνατά για να με φοβίσει. "Αλλιώς τι θα κάνεις;" την προκάλεσα στον ίδιο τόνο. Ήθελα επιτέλους να δω μια έκρηξη της, το είχα ανάγκη. Έκλεισα τα μάτια και μύρισα τον αέρα γύρω μας, ναι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να συμβεί. Τα άνοιξα και τα κάρφωσα πάνω της. Ανασφάλεια, φόβος, πόνος και προσμονή χόρευαν όλα μαζί μέσα τους. Χαμογέλασα, δεν μπορούσε να αποκρύψει την αλήθεια από μένα, εκείνα την πρόδιδαν πάντα. Την έπιασα από τα χέρια και την κόλλησα στον τοίχο. "Τι πραγματικά θέλεις να κάνεις τώρα Βικτώρια;" την ρώτησα τρυφερά, χαϊδεύοντας με τον αντίχειρα μου τον λαιμό της.

"Δε..δε ξέρω," πρόσθεσε, ενώ μια ανατριχίλα είχε απλωθεί σε όλο της το κορμί. Η ανάσα της βάρυνε και μαζί με την δική της και η δική μου. Τα θέλω τόσων χρόνων βγήκαν όλα στην επιφάνεια. Δεν μπορείς να παίζεις με την φωτιά τόσα χρόνια και να μην καείς. Ήμασταν απλά τυχεροί μέσα στην ατυχία μας που τράβηξε τόσο. Ίσως και οι δύο φοβισμένοι για να μην αλλάξει αυτό το γνώριμο που είχαμε. Αλλά τι ακριβώς είχαμε; Δεν είχαμε αυτό που θέλαμε πραγματικά. Αν θα το μαθαίναμε σήμερα, ίσως. Δεν ήταν η πρώτη φορά που γινόταν αυτό και σίγουρα όχι η τελευταία.

Όπως κάθε φορά πέρασε τα χέρια της στον αυχένα μου. Όπως κάθε φορά ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της για να με φτάσει. Μόνο που αυτή την φορά δεν την άφησα να με φιλήσει εκείνη. Την φίλησα εγώ και αυτό την ταρακούνησε, γιατί ήταν κάτι νέο που έσπαγε την χρόνια τελετουργία. Τσιτώθηκε αλλά δεν σταμάτησε το φιλί. Ήξερα ότι η επόμενη κίνηση θα ήταν δικιά της. Δεν υπήρχε περίπτωση το αγρίμι να μην ανταπαντήσει σε αυτό που έκανα. Όμως τώρα που τα χείλη μου ήταν πάνω στα δικά της, η επόμενη κίνηση δεν είχε καμία σημασία. Ο χρόνος ήταν παγωμένος στο εδώ και τώρα, έχοντας βγει νικητής για πρώτη φορά.

No comments:

Post a Comment

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...