Showing posts with label Short Story. Show all posts
Showing posts with label Short Story. Show all posts

Monday, March 3, 2014

Διήγημα: Η ροή των πραγμάτων.

Καλησπέρα,
Συμμετέχοντας στην εβδομάδα Ebookgr φέτος αποφάσισα να γράψω ένα διήγημα.
Απολαύστε το!




Κοίταξα το τετράδιο και άφησα το εαυτό μου ελεύθερο. Τόσα πολλά ήταν μέσα στο μυαλό μου. Ήθελα να βγάλω κάτι από πάνω μου. Να αφήσω κάποιο από τα βάρη μου πίσω. Πήρα το στυλό. Ξεκίνησα να γράφω…

Με άφησες μόνη να περιπλανιέμαι. Το ήξερες από την πρώτη στιγμή που με κοίταξες, ότι είμαι δύσκολο φορτίο. Το γνώριζες, αλλά με άφησες να ζήσω την ψευδαίσθηση ότι έστω για λίγο ήσουν δικός μου.

Οι άνθρωποι ζούμε με τις ψευδαισθήσεις μας. Μέχρι να φάμε τα μούτρα μας και να δούμε πως είναι ο κόσμος εκεί έξω, πραγματικά.

Πραγματικά, σ’αγάπησα. Δεν αναρωτήθηκα ποτέ γιατί το έπραξα. Η αγάπη δεν είναι ζυγαριά για να ζυγίζεις ένα χέρι και ένα πόδι στην μια μεριά, και απέναντι να βάζεις την καρδιά του άλλου.

Όμως στην κυνική εποχή που ζούμε, όλα έχουν έναν αντίτιμο για ορισμένους. Όλα. Στην περίπτωση μας το αντίτιμο για την δική μας επαφή ήταν να γνωρίσεις αυτή που εντέλει σε ενδιέφερε. Μέσω εμένα. Αντί για μένα.

Εφόσον αυτός ήταν ο στόχος σου. Όσο περίεργο και αν ακουστεί στα δύσπιστα και έκπληκτα αυτιά σου, επιθυμώ για σένα να βρεις την δικαίωση.

Την δικαίωση που σου αρμόζει. Όχι για μένα. Όχι για σένα. Αλλά για την γαμημένη ροή των πραγμάτων. Πιστεύω σε αυτή την μυστήρια συμπαντική δικαιοσύνη. Αυτή που όλα τα κινεί, μα εμείς οι κοινοί θνητοί δεν έχουμε ανοιχτά τα μάτια για να την δούμε. 

Γαμημένη υπεροψία! Να υπάρχουν τόσα εκεί έξω και να αρνείσαι να τα δεις. Nα τα αμφισβητείς! Πάντα να αμφισβητείς. Την γη, τον ουρανό, το μπλε του ουρανού, εσένα, εμένα!

Εμένα…

Με θεώρησες ένα χαρτί που έπρεπε να κάψεις. Την αυτοκαταστροφική σου φύση, δύσκολα την δαμάζεις. Όταν κάποιος πρέπει να σε εγκαταλείψει, το σχεδιάζεις μαστόρικα. Το σχεδιάζεις να φαίνεται ότι φταίει ο άλλος. Στην περίπτωση μας εγώ. Δε σε νοιάζει τίποτε. Δεν σταματάς πουθενά.

Ακούγονται όλα τόσο κλισέ; Μα είναι κλισέ. Σαν ένας άλλος συγγραφέας αποδομείς τον εαυτό σου και τον αναδομείς όπως θέλεις. Δε χρειάζεσαι τίποτε άλλο παρά το καλογραμμένο σενάριο που έχεις στο μυαλό σου.

Μερικές φορές απορώ με σένα. Απορώ για όσα έχεις πράξει. Απορώ πως έπεσα στην παγίδα σου. Μια ακόμα γυναίκα στην μαύρη σου ατζέντα. Θύμα της ανθρώπινης ανάγκης για επαφή. Θύμα των ψεμάτων.

Θύμα….

Θύμα…

Θύμα…

Γαμώ τα θύματα και γαμώ το κεφάλι μου!

Πως το έκανα αυτό στον εαυτό μου;

Να καταλήξω εγώ, το εξυπνοπούλι θύμα;

Όσο ζεις μαθαίνεις θα μου πεις. Και εγώ στωικά θα σε κοιτάξω με βλέμμα απορίας για άλλη μια φορά. Κοντολογίς θα αναλογιστώ πως κατάφερες για άλλη μια φορά να πεις κάτι τόσο απλοϊκό, την κατάλληλη στιγμή και να με αποστομώσεις. Μα πριν προλάβω να αρθρώσω μια λέξη, θα γελάσεις φαινομενικά άκακα. Θα με κοιτάξεις αθώα και με ενδιαφέρον. Θα μου χαϊδέψεις τον ώμο και θα φύγεις, έτσι ακριβώς όπως εμφανίστηκες. Αφήνοντας με μετέωρη να αφουγκραστώ τι γίνεται γύρω μου, τι γίνεται μέσα μου.

Η ροή των πραγμάτων θα με επαναφέρει στο παρόν. Σαν αέναη πυξίδα θα μου δείξει τον δρόμο για μια ακόμα μέρα χωρίς εσένα. Μα αυτή την φορά έχω εμένα. Ίσως δεν είναι πολλά, μα είναι αρκετά για τώρα.

Τελείωσα την πρόταση και σταμάτησα. Κοίταξα το τετράδιο και είχε γεμίσει. Το μόνο πράγμα που μου έδινε ευχαρίστηση είχε φτάσει στο τέλος του. Άνοιξα το συρτάρι και έβγαλα ένα καινούργιο. Το σκέφτηκα πολύ αν θα συνεχίσω σήμερα, μα άνοιξα την πρώτη σελίδα. Έγραψα μόνο μια λέξη, μετά το έκλεισα.



Αυτή την βδομάδα διαβάζω Ιστορία την περίοδο 1833 - 1843. Πρέπει να τελειώσω μια εργασία. Το επόμενο βιβλίο που θέλω να διαβάσω σε ebook είναι : The Scent of Flames της Kira A. Gold και το Ζωή μετά την ζωή της Kate Atkinson.

Η ανάρτηση αυτή γίνεται στα πλαίσια της εβδομάδας  "Διάβασε ένα ebook" (2-8 Μαρτίου).
Διαβάστε περισσότερα στο ιστολόγιο του Ηλεκτρονικού Αναγνώστη.

Thursday, November 29, 2012

#TwitterFiction: Request for an ending...

Kalispera Everyone,
As it seems, I have a request. My friend Yorgos asked for a dirty kinky happy ending...
I am thinking to write the ending. But I will let my heroes to write it themselves...One Piece at a time...!

So, here are the tweets ( 1 , 2, 3 ) I posted in the morning...

So what do you think? Should I write another verse?
I was trying to find my way out. The glass of wine felt so cold in my hands. "Are you shivering?"  Someone whispered behind me. 
The voice was unusually mesmerizing. I closed my eyes and nodded. He finally found me. That thought echoed in my head . 
Glass shuddered and liquid spread. I moved towards the door, but he grabbed me first. "Going somewhere?" I thought he said.
I was ready for the worst. My heart was beating fast. I was not afraid, mostly anxious to learn what will happen next.
His touch was light like a feather. He knew. I shivered on the possibilities. "Why did you come now?" I was ready to...and he knew it.
The answer to my question, was a ghost kiss. The silver blade was a reminder of a bad dream. I knew it well, but so did he.
I had to get away. The adrenaline was intoxicating me. I wanted this feeling. I was seeking it out these past months. Getting away. Getting it done.
I had to leave from his presence. I had to. Or else. He knew. I didn't want anyone to know my weaknesses. I moved forward. I moved even when I felt the pinch on my arm.
The mark was not that deep, but blood started to run down my arm. I had to go away from him. He came for me and I wasn't ready. I was not ready. What have I done?
His laugh startled me. "I was looking for you, for a long long time, my dear." He said, with a voice that I haven't heard before.
"You thought that you could evade me forever?" He chuckled. "You asked for a favour and now it is time for you to pay. And I collect all my debts..."
I took a deep breath and I stopped fighting him off. Not that he minded. He liked to be violent when he was not obeyed. So did I, or so I thought at a time.
"Our deal is off." I told him. "You didn't do what you promised me." His hold became milder. "You knew, and still you lied to me."
I was waiting for his reaction. Here I was being brave in the arms of the man who could end me. My life was nothing for him. I was nothing for him.
Time passed by and he did nothing. I tried not to show my surprise. One move and he might... I had closed my eyes and when I opened them, I was alone. He was gone.

>>There are some stories that have no endings. This one was just a scene. Maybe I will write the whole story another time. Just say it. So simple.

Thursday, April 19, 2012

Ο μονόλογος της Περσεφόνης...

Αυτή εδώ είναι η ιστορία της Περσεφόνης. Εμφανίστηκε μπροστά μου ξαφνικά. Μαυροφορεμένη κόρη με τα πιο έντονα μάτια που έχω δει. Πράσινα, σχεδόν γατίσια. Ήθελε να μιλήσει σε κάποιον. Την άκουσα και παραθέτω την ιστορία της.

~Κλεοπάτρα


Απλώνω το χέρι μα δεν είναι κανένας κοντά μου.
Κάποτε θα μου φαινόταν περίεργο, μα όχι τώρα. 

(παύση) Με κοιτά στα μάτια. Έντονα, διεισδυτικά. Θέλει να δει κάτι από το Είναι μου. Μα δε την αφήνω. Είμαι εδώ για να καταγράψω, να μεταφέρω και ίσως να της απαλύνω την ψυχή. 

Ανοίγει το στόμα. Το κλείνει. Διστάζει. Τι κουβαλά μέσα της; Τι την πονά;

Δε χρειάζεται να φωνάξω. Δεν υπάρχει λόγος. 
Όλα είναι ντυμένα με το μαύρο πέπλο της θλίψης.
Διαπερνάει με ευκολία τον σκληρό πυρήνα της σάρκας.
Βουλιάζει με δύναμη από ψηλά και σε κάνει χώμα. 

Νομίζεις ότι μπορείς να ξεφύγεις έτσι δεν είναι;
Να ξεφύγεις... γελάει σιγά. Ο ήχος όλο και δυναμώνει μέχρι που γίνεται υστερικός. Δεν αντέχεται.

Το κενό μετά το γέλιο είναι πικρό. Σαν τον καφέ της παρηγοριάς σε ένα ξεχασμένο καφενέ. 
Σε περίμενα να έρθεις. Πάλι. Μα δεν ήρθες. 
Στην θέση σου υπάρχει μόνο λευκό αστραφτερό περίβλημα. 
Κρύο. Όχι εσύ όμως. Εσύ λείπεις. Μακρυά. 

Το βλέμμα της φεύγει. Απομακρύνεται και μαζί με αυτό και η ψυχή της. Πέντε ολόκληρα λεπτά κοιτούσα μια ακίνητη κούκλα, ένα κουφάρι. 

Επανέρχεται απότομα. Ένας ήχος ακούγεται από τους βρόγχους της. Σαν ένας αμανές. Ριγώ και εκείνη το προσέχει. 

Θέλω να του πεις....Θέλω να της πεις... 

Τι θέλεις να πω; Σε ποιον και γιατί; Ποια είναι; Ποιους έχασε; Που πάει;

Υπάρχει ένα λιβάδι στην εξοχή. Είναι το αγαπημένο μου. 
Τα λουλούδια είναι ανθισμένα, το γρασίδι καταπράσινο. 
Στάθηκα αμέτρητες φορές γυμνή στην βροχή να τους περιμένω. 
Μου φαίνεται σαν όνειρο μα ακόμα ακούω τα σύννεφα να μου μιλάνε. 

Ξέρεις ότι όλα έχουν την φωνή τους; Η ερώτηση προοριζόταν για μένα. Με κοίταξε περιμένοντας κάτι. Ένευσα.  

Μέσα στην ησυχία της φύσης μπορείς να ακούσεις πολλά. Πρέπει να πας εκεί εσένα θα σου αρέσει...

Παραμιλούσε πιο πολύ. Δε μου έδινε σημασία. Μουρμούριζε φράσεις που δεν καταλάβαινα. Ονόματα που δεν υπήρχαν πια. Μετά έμεινε σιωπηλή. Σηκώθηκε, με κοίταξε και μου έδειξε το χέρι της. 

Είναι δικό σου. Σε διάλεξε. Περίμενε την ώρα που θα είσαι έτοιμη. Μου είπε ότι είναι το δώρο σου. 

Η χούφτα άνοιξε και μέσα φάνηκε μια μικρή πανέμορφη μπλε πεταλούδα. 

Είσαι ελεύθερη να πετάξεις...Είπε πριν σηκώσω τα μάτια. Μετά εξαφανίστηκε.

Wednesday, February 22, 2012

Διήγημα: Οι μεν και οι δε...

Καλημέρα,
Σκέψεις διάσπαρτες έγιναν μια ιστορία. Η μούσα μου θεώρησε ότι έπρεπε να ακουστεί. Για όσους παραμένουν ελπιδοφόροι μέσα στην καταχνιά της ομίχλης.

Καλή ανάγνωση,
Κλεοπάτρα

Διήγημα : Οι μεν και οι δε...

Friday, December 30, 2011

Χριστουγεννιάτικο Διήγημα: Πραλίνες, δίπλες και φιλότιμο...

Καλημέρα,
Όπως σας υποσχέθηκα ορίστε το Χριστουγεννιάτικο διήγημα που γράψαμε με τον φίλτατο Σπύρο. Στο ευρύ κοινό είναι γνωστός ως The_Stranger. Εμείς διασκεδάσαμε αρκετά γράφοντας τo, οπότε ελπίζουμε να σας χαρίσουμε μερικά χαμόγελα και γιατί όχι να γελάσετε αν το αισθανθείτε.

Καλή Χρονιά εύχομαι σε όλους και σε όλες. Ας προχωρήσουμε μπροστά και αφήσουμε πίσω ότι σάπιο μας πλήγωσε. Υγεία και χαμόγελα και θα ξεπεραστούν οι δυσκολίες.

Με εκτίμηση,
Κλεοπάτρα Κομνηνού
Χριστουγεννιάτικο Διήγημα

Thursday, October 27, 2011

Είναι δικαίωμα η υποχρέωση στην έκπληξη;

Καλησπέρα αγαπημένοι μου, 
Μετά το νέο μας κούρεμα με αυτή την λίγο σαχλή κούπ, τα διαφόρων ειδών σχόλια στα παράθυρα της τιβί, στα ραδιόφωνα, στο τουίτερ και εννοείται μεταξύ μας. Μετά από τους θριάμβους μερικών, τις φασαρίες, τους διάφορους χαρακτηρισμούς και τέλος από τα μεταξύ μας αλληλοπειράγματα. Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να γελάσουμε λίγο. Θεωρώ ότι ετούτες εδώ τις ώρες πρέπει να κρατηθούμε από κάπου. Μας χρειάζονται τα πειράγματα, τα γέλια, η ελπίδα. Ναι η ελπίδα ότι κάτι καλό θα βγει. Γιατί έτσι πρέπει να σκεφτόμαστε, ότι θα δούμε φως στο τούνελ και ίσως αλλάξουν πράγματα. Αρχικά μεταξύ μας και ίσως αργότερα και στην κοινωνία που ζούμε.

Να λοιπόν κάτι μικρό ορμώμενη από μια συζήτηση που είχα...Απολαύστε το.


"Σου έχω πει χίλιες φορές να μην μου πετάς χαρτάκια μέσα στην τάξη," μου είπε δήθεν θυμωμένα η Δάφνη. Καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα για να μην με ακουμπήσει. Ήξερα ότι κατά βάθος δεν ήταν θυμωμένη μαζί μου, περισσότερο με τον εαυτό της γιατί ο καθηγητής διάβασε το ραβασάκι της. "Έχεις δίκιο, δε θα το ξανακάνω..." μουρμούρισα λυπημένα. Προσπαθούσα ο καψερός να κατευνάσω τα πνεύματα. Μυστήρια πλάσματα οι γυναίκες και από ότι μου είχε πει ο πατέρας μου "είναι πολύ καλύτερο Παύλο να πηγαίνεις με τα νερά τους. Η μητέρα σου νομίζει ότι έχει δαμάσει το τέρας. Αλλά στην περίπτωση μας την έχω δαμάσει εγώ." Τον άκουγα πάντα με προσοχή, γνέφοντας στα κατάλληλα σημεία για να του δείξω ότι είχε την αμέριστη προσοχή μου όταν μου ανέλυε τα πλάνα του. Η αλήθεια  βέβαια ήταν λίγο διαφορετική, η μητέρα μου ήταν εκείνη που τον έκανε ότι ήθελε. Αυτό βέβαια δεν χρειαζόταν να του το πω. Ο καθένας μπορεί να πιστεύει ότι θέλει αρκεί να μην βλάπτει τον εαυτό του ή τους άλλους.

Η Δάφνη ακούνητη στον τοίχο, εγώ καθισμένος στο θρανίο και η τάξη άδεια πλέον από μαθητές που είχαν φύγει εδώ και ώρα για τα σπίτια τους. Εμείς τιμωρία. Θα καθόμασταν μια ακόμα ώρα με τον ίδιο καθηγητή να μας κάνει παράδοση του μαθήματος που χάσαμε, κατά εκείνον, από την μεταξύ μας συζήτηση. Τα καστανά της μαλλιά ήταν πιασμένα αλογοουρά και το φωτεινό της μπλε βλέμμα δέσποζε στην κατάλευκη της επιδερμίδα. Μετά από μερικά λεπτά που για μένα έμοιαζαν για ατέλειωτες ώρες, κατέβασε τα χέρια της και ήρθε να καθίσει δίπλα μου. Κάτι ήθελε να μου πει, αλλά δεν πρόλαβε γιατί εκείνη την ώρα μπήκε στην αίθουσα ο καθηγητής. Μόλις τον είδε την άκουσα να μουρμουρίζει χαμηλόφωνα "βλάκα". Την σκούντηξα διακριτικά και εκείνη σταμάτησε.

Ο καθηγητής της Χημείας, ο κύριος Ευσταθίου, ήταν ένας πενηντάρης με οβάλ πρόσωπο, έντονα μεγάλα πράσινα μάτια και μικρά χείλη. Αρκετοί συμμαθητές μας τον κορόιδευαν για αυτή την περίεργη ανακατανομή του προσώπου του, αλλά εμένα δε μου έκανε αίσθηση. Η θεία η Ευτέρπη, μου φαινόταν ακόμα πιο περίεργη με το κίτρινο μουστάκι της. Είχα ακούσει ουκ ολίγα μη κολακευτικά σχόλια από το σόι, όταν μαζευόμασταν σε διάφορες γιορτές. Βέβαια μονίμως κυκλοφορούσα με ακουστικά στα αυτιά, και τις περισσότερες φορές νόμιζαν ότι δεν άκουγα, που να ήξεραν όμως...

"Αθανασίου και Ροδίτης, βλέπω καθίσατε μαζί. Τουλάχιστον ελπίζω τώρα που θα γράφετε ο ένας στο τετράδιο του άλλου να το κάνετε πιο κομψά. Όσες φορές σας πιάσω σήμερα, τόσες φορές θα κάνουμε τον περιοδικό πίνακα."  Η φωνή του Ευσταθίου ήταν βαριά και μπάσα και πολλές φορές νόμιζες ότι άκουγες κάποιον που ήταν μονίμως μπουκωμένος, ίσως πάλι και να ήταν.

Η Δάφνη δίπλα μου άνοιξε το τετράδιο της και μετά ακολούθησα και εγώ. Από την στάση της είχα την αίσθηση ότι θα καθόταν φρόνιμη. Αν την κατάφερνα να την παρασύρω έστω και μια φορά ήξερα ότι δε θα σταμάταγε μετά. Όχι ότι ήμουν κακή επιρροή, αλλά όταν η καλύτερη σου φίλη θέλει να σου μιλήσει για σοβαρά θέματα, εσύ πρέπει να είσαι εκεί και να την ακούσεις. Γύρισα προς τον πίνακα και είδα τον καθηγητή μας να μας κοιτάει με ένα περίεργο χαμόγελο. Κρατούσε μια κιμωλία και ήταν έτοιμος να γράψει κάτι. "Δεν έχετε απολύτως καμία ιδέα τι σας περιμένει," είπε χαμηλόφωνα.

Αυτό ειλικρινά με ταρακούνησε τόσο που ο αγκώνας μου ακούμπησε τον αγκώνα της Δάφνης. Εκείνη με κοίταξε με απορία, δεν είχε ακούσει το παραμικρό. Μουρμούρισα συγνώμη και άρχιζα να προετοιμάζομαι ψυχολογικά για ότι μας περίμενε. Ήμουν υποχρεωμένος να κάθομαι σα να μην συμβαίνει τίποτε. Η αίθουσα ξαφνικά μου φαινόταν τόσο στενάχωρη και ένιωθα τα μάτια της Δάφνης κολλημένα πάνω μου, ενώ ο καθηγητής άρχισε να ζωγραφίζει το Υδρογόνο, το Λίθιο και το Βηρύλλιο. Πνιγόμουν αλλά δεν είπα τίποτε. Πέρασαν ακριβώς είκοσι πέντε λεπτά μέχρι να σχηματίσει και το τελευταίο τουβλάκι που ήταν το Λωρένσιο.

Κοιτούσε τον πίνακα σα να θαύμαζε ένα έργο τέχνης. Τόσο μεγάλη αγάπη του είχε. Αν είχα φωτογραφική μηχανή, ίσως και να το έβγαζα φωτογραφία αλλά δεν ήθελα άλλους μπελάδες. Πλήρως ικανοποιημένος με αυτό που είχε δημιουργήσει γύρισε προς το μέρος μας και με την χαρακτηριστική του φωνή μας είπε "έχετε την υποχρέωση να το αντιγράψετε πλήρως σε μια λευκή κόλλα χαρτί. Αυτή είναι η τιμωρία σας για σήμερα. Θα μου το φέρετε αύριο και το θέλω να είναι τετραγωνισμένο με τον χάρακα. Θα σας ελέγξω!" Το τελευταίο το τόνισε χαρακτηριστικά.

Κοίταξα κάτω και μετά είδα το χέρι της Δάφνης που χτυπούσε με μπουνιά ρυθμικά το πόδι της. Πόσο ήθελα να της το πιάσω και να την σταματήσω.  Ήξερα γιατί αντιδρούσε έτσι, δεν ήταν καλή στο σχέδιο και σιχαινόταν όταν δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Ήθελε να φέρνει τα πάντα εις πέρας. Η βροντερή φωνή του καθηγητή με έβγαλε από το λήθαργό μου. "Δεν θέλω στραβομουτσουνιές Αθανασίου, δε ταιριάζουν στο πρόσωπο σου αυτές οι ρυτίδες! Αφήστε τους έρωτες και συγκεντρωθείτε στην γνώση. Όταν μεγαλώσετε θα δείτε ότι οι έρωτες δε σας γεμίζουν το άδειο σας στομάχι. Χωρίς παιδεία δεν πάτε πουθενά. Να ακούτε και τον μεγάλο που έχει φάει τα χρόνια του στην μανιέρα της ζωής." Δεν άντεχα αυτές τις κουβέντες. Κάθε φορά που κάποιος "μεγάλος" ήθελε κάτι να μας πει αντίκριζα το ίδιο δασκαλίστικο ύφος. Έσφιξα το στυλό για να μην πω τίποτε που θα το μετάνιωνα αργότερα. "Παρεμπιπτόντως, είστε έτοιμοι να φύγετε. Τελειώσαμε για σήμερα, αύριο πάλι."

Η Δάφνη δίπλα μου έκλεισε το τετράδιο και το έβαλε στην τσάντα της, μηχανικά έκανα το ίδιο ενώ το μυαλό μου έτρεχε μίλια μακρυά. Να της έλεγα ότι θα της φτιάξω το δικό της εγώ; Εξάλλου για μένα ήταν παιχνιδάκι. Λάτρευα να σχεδιάζω και δε θα μου έπαιρνε πάρα πολύ ώρα. Τι να έκανα άραγε για να της φτιάξω το κέφι; Με έπιασε από το χέρι όπως κάναμε πάντα από παιδιά και λίγο πριν βγούμε από την τάξη, ο Ευσταθίου μας φώναξε πάλι πίσω. "Ένα λεπτό, Ροδίτη ξέχασες το στυλό σου αγόρι μου. Ορίστε πάρε το," και μου παρουσίασε ένα στυλό που δεν ήταν δικό μου. "Ευχαριστώ κύριε καθηγητά," απάντησα απορημένος. Τι κουφό ήταν αυτό αναρωτήθηκα. Χαμογελώντας μου συνωμοτικά και κοιτώντας την Δάφνη πρόσθεσε, "και Αθανασίου παιδί μου, ο Σταματόπουλος δεν είναι για σένα. Εσύ χρειάζεσαι κάτι άλλο. Κοτζάμ δίμετρος ο Ροδίτης δίπλα σου δεν τον βλέπεις;"  

Το αίμα μου πάγωσε, νόμιζα ότι δεν άκουσα καλά. Τι του ήρθε αυτό τώρα. Κοίταξα την Δάφνη τρομοκρατημένος, ήταν έκπληκτη αλλά το βλέμμα της είχε κάτι μέσα που δεν το είχα ξαναδεί. Είχαμε μείνει κολλημένοι εκεί, ανίκανοι να πούμε οτιδήποτε.  Εκείνος φανερά ικανοποιημένος με τον εαυτό του έφυγε από την τάξη μουρμουρίζοντας, "Να ακούτε τον Ευσταθίου είναι εγγύηση."

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...