Thursday, October 27, 2011

Είναι δικαίωμα η υποχρέωση στην έκπληξη;

Καλησπέρα αγαπημένοι μου, 
Μετά το νέο μας κούρεμα με αυτή την λίγο σαχλή κούπ, τα διαφόρων ειδών σχόλια στα παράθυρα της τιβί, στα ραδιόφωνα, στο τουίτερ και εννοείται μεταξύ μας. Μετά από τους θριάμβους μερικών, τις φασαρίες, τους διάφορους χαρακτηρισμούς και τέλος από τα μεταξύ μας αλληλοπειράγματα. Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να γελάσουμε λίγο. Θεωρώ ότι ετούτες εδώ τις ώρες πρέπει να κρατηθούμε από κάπου. Μας χρειάζονται τα πειράγματα, τα γέλια, η ελπίδα. Ναι η ελπίδα ότι κάτι καλό θα βγει. Γιατί έτσι πρέπει να σκεφτόμαστε, ότι θα δούμε φως στο τούνελ και ίσως αλλάξουν πράγματα. Αρχικά μεταξύ μας και ίσως αργότερα και στην κοινωνία που ζούμε.

Να λοιπόν κάτι μικρό ορμώμενη από μια συζήτηση που είχα...Απολαύστε το.


"Σου έχω πει χίλιες φορές να μην μου πετάς χαρτάκια μέσα στην τάξη," μου είπε δήθεν θυμωμένα η Δάφνη. Καθόταν με τα χέρια σταυρωμένα για να μην με ακουμπήσει. Ήξερα ότι κατά βάθος δεν ήταν θυμωμένη μαζί μου, περισσότερο με τον εαυτό της γιατί ο καθηγητής διάβασε το ραβασάκι της. "Έχεις δίκιο, δε θα το ξανακάνω..." μουρμούρισα λυπημένα. Προσπαθούσα ο καψερός να κατευνάσω τα πνεύματα. Μυστήρια πλάσματα οι γυναίκες και από ότι μου είχε πει ο πατέρας μου "είναι πολύ καλύτερο Παύλο να πηγαίνεις με τα νερά τους. Η μητέρα σου νομίζει ότι έχει δαμάσει το τέρας. Αλλά στην περίπτωση μας την έχω δαμάσει εγώ." Τον άκουγα πάντα με προσοχή, γνέφοντας στα κατάλληλα σημεία για να του δείξω ότι είχε την αμέριστη προσοχή μου όταν μου ανέλυε τα πλάνα του. Η αλήθεια  βέβαια ήταν λίγο διαφορετική, η μητέρα μου ήταν εκείνη που τον έκανε ότι ήθελε. Αυτό βέβαια δεν χρειαζόταν να του το πω. Ο καθένας μπορεί να πιστεύει ότι θέλει αρκεί να μην βλάπτει τον εαυτό του ή τους άλλους.

Η Δάφνη ακούνητη στον τοίχο, εγώ καθισμένος στο θρανίο και η τάξη άδεια πλέον από μαθητές που είχαν φύγει εδώ και ώρα για τα σπίτια τους. Εμείς τιμωρία. Θα καθόμασταν μια ακόμα ώρα με τον ίδιο καθηγητή να μας κάνει παράδοση του μαθήματος που χάσαμε, κατά εκείνον, από την μεταξύ μας συζήτηση. Τα καστανά της μαλλιά ήταν πιασμένα αλογοουρά και το φωτεινό της μπλε βλέμμα δέσποζε στην κατάλευκη της επιδερμίδα. Μετά από μερικά λεπτά που για μένα έμοιαζαν για ατέλειωτες ώρες, κατέβασε τα χέρια της και ήρθε να καθίσει δίπλα μου. Κάτι ήθελε να μου πει, αλλά δεν πρόλαβε γιατί εκείνη την ώρα μπήκε στην αίθουσα ο καθηγητής. Μόλις τον είδε την άκουσα να μουρμουρίζει χαμηλόφωνα "βλάκα". Την σκούντηξα διακριτικά και εκείνη σταμάτησε.

Ο καθηγητής της Χημείας, ο κύριος Ευσταθίου, ήταν ένας πενηντάρης με οβάλ πρόσωπο, έντονα μεγάλα πράσινα μάτια και μικρά χείλη. Αρκετοί συμμαθητές μας τον κορόιδευαν για αυτή την περίεργη ανακατανομή του προσώπου του, αλλά εμένα δε μου έκανε αίσθηση. Η θεία η Ευτέρπη, μου φαινόταν ακόμα πιο περίεργη με το κίτρινο μουστάκι της. Είχα ακούσει ουκ ολίγα μη κολακευτικά σχόλια από το σόι, όταν μαζευόμασταν σε διάφορες γιορτές. Βέβαια μονίμως κυκλοφορούσα με ακουστικά στα αυτιά, και τις περισσότερες φορές νόμιζαν ότι δεν άκουγα, που να ήξεραν όμως...

"Αθανασίου και Ροδίτης, βλέπω καθίσατε μαζί. Τουλάχιστον ελπίζω τώρα που θα γράφετε ο ένας στο τετράδιο του άλλου να το κάνετε πιο κομψά. Όσες φορές σας πιάσω σήμερα, τόσες φορές θα κάνουμε τον περιοδικό πίνακα."  Η φωνή του Ευσταθίου ήταν βαριά και μπάσα και πολλές φορές νόμιζες ότι άκουγες κάποιον που ήταν μονίμως μπουκωμένος, ίσως πάλι και να ήταν.

Η Δάφνη δίπλα μου άνοιξε το τετράδιο της και μετά ακολούθησα και εγώ. Από την στάση της είχα την αίσθηση ότι θα καθόταν φρόνιμη. Αν την κατάφερνα να την παρασύρω έστω και μια φορά ήξερα ότι δε θα σταμάταγε μετά. Όχι ότι ήμουν κακή επιρροή, αλλά όταν η καλύτερη σου φίλη θέλει να σου μιλήσει για σοβαρά θέματα, εσύ πρέπει να είσαι εκεί και να την ακούσεις. Γύρισα προς τον πίνακα και είδα τον καθηγητή μας να μας κοιτάει με ένα περίεργο χαμόγελο. Κρατούσε μια κιμωλία και ήταν έτοιμος να γράψει κάτι. "Δεν έχετε απολύτως καμία ιδέα τι σας περιμένει," είπε χαμηλόφωνα.

Αυτό ειλικρινά με ταρακούνησε τόσο που ο αγκώνας μου ακούμπησε τον αγκώνα της Δάφνης. Εκείνη με κοίταξε με απορία, δεν είχε ακούσει το παραμικρό. Μουρμούρισα συγνώμη και άρχιζα να προετοιμάζομαι ψυχολογικά για ότι μας περίμενε. Ήμουν υποχρεωμένος να κάθομαι σα να μην συμβαίνει τίποτε. Η αίθουσα ξαφνικά μου φαινόταν τόσο στενάχωρη και ένιωθα τα μάτια της Δάφνης κολλημένα πάνω μου, ενώ ο καθηγητής άρχισε να ζωγραφίζει το Υδρογόνο, το Λίθιο και το Βηρύλλιο. Πνιγόμουν αλλά δεν είπα τίποτε. Πέρασαν ακριβώς είκοσι πέντε λεπτά μέχρι να σχηματίσει και το τελευταίο τουβλάκι που ήταν το Λωρένσιο.

Κοιτούσε τον πίνακα σα να θαύμαζε ένα έργο τέχνης. Τόσο μεγάλη αγάπη του είχε. Αν είχα φωτογραφική μηχανή, ίσως και να το έβγαζα φωτογραφία αλλά δεν ήθελα άλλους μπελάδες. Πλήρως ικανοποιημένος με αυτό που είχε δημιουργήσει γύρισε προς το μέρος μας και με την χαρακτηριστική του φωνή μας είπε "έχετε την υποχρέωση να το αντιγράψετε πλήρως σε μια λευκή κόλλα χαρτί. Αυτή είναι η τιμωρία σας για σήμερα. Θα μου το φέρετε αύριο και το θέλω να είναι τετραγωνισμένο με τον χάρακα. Θα σας ελέγξω!" Το τελευταίο το τόνισε χαρακτηριστικά.

Κοίταξα κάτω και μετά είδα το χέρι της Δάφνης που χτυπούσε με μπουνιά ρυθμικά το πόδι της. Πόσο ήθελα να της το πιάσω και να την σταματήσω.  Ήξερα γιατί αντιδρούσε έτσι, δεν ήταν καλή στο σχέδιο και σιχαινόταν όταν δεν μπορούσε να κάνει κάτι. Ήθελε να φέρνει τα πάντα εις πέρας. Η βροντερή φωνή του καθηγητή με έβγαλε από το λήθαργό μου. "Δεν θέλω στραβομουτσουνιές Αθανασίου, δε ταιριάζουν στο πρόσωπο σου αυτές οι ρυτίδες! Αφήστε τους έρωτες και συγκεντρωθείτε στην γνώση. Όταν μεγαλώσετε θα δείτε ότι οι έρωτες δε σας γεμίζουν το άδειο σας στομάχι. Χωρίς παιδεία δεν πάτε πουθενά. Να ακούτε και τον μεγάλο που έχει φάει τα χρόνια του στην μανιέρα της ζωής." Δεν άντεχα αυτές τις κουβέντες. Κάθε φορά που κάποιος "μεγάλος" ήθελε κάτι να μας πει αντίκριζα το ίδιο δασκαλίστικο ύφος. Έσφιξα το στυλό για να μην πω τίποτε που θα το μετάνιωνα αργότερα. "Παρεμπιπτόντως, είστε έτοιμοι να φύγετε. Τελειώσαμε για σήμερα, αύριο πάλι."

Η Δάφνη δίπλα μου έκλεισε το τετράδιο και το έβαλε στην τσάντα της, μηχανικά έκανα το ίδιο ενώ το μυαλό μου έτρεχε μίλια μακρυά. Να της έλεγα ότι θα της φτιάξω το δικό της εγώ; Εξάλλου για μένα ήταν παιχνιδάκι. Λάτρευα να σχεδιάζω και δε θα μου έπαιρνε πάρα πολύ ώρα. Τι να έκανα άραγε για να της φτιάξω το κέφι; Με έπιασε από το χέρι όπως κάναμε πάντα από παιδιά και λίγο πριν βγούμε από την τάξη, ο Ευσταθίου μας φώναξε πάλι πίσω. "Ένα λεπτό, Ροδίτη ξέχασες το στυλό σου αγόρι μου. Ορίστε πάρε το," και μου παρουσίασε ένα στυλό που δεν ήταν δικό μου. "Ευχαριστώ κύριε καθηγητά," απάντησα απορημένος. Τι κουφό ήταν αυτό αναρωτήθηκα. Χαμογελώντας μου συνωμοτικά και κοιτώντας την Δάφνη πρόσθεσε, "και Αθανασίου παιδί μου, ο Σταματόπουλος δεν είναι για σένα. Εσύ χρειάζεσαι κάτι άλλο. Κοτζάμ δίμετρος ο Ροδίτης δίπλα σου δεν τον βλέπεις;"  

Το αίμα μου πάγωσε, νόμιζα ότι δεν άκουσα καλά. Τι του ήρθε αυτό τώρα. Κοίταξα την Δάφνη τρομοκρατημένος, ήταν έκπληκτη αλλά το βλέμμα της είχε κάτι μέσα που δεν το είχα ξαναδεί. Είχαμε μείνει κολλημένοι εκεί, ανίκανοι να πούμε οτιδήποτε.  Εκείνος φανερά ικανοποιημένος με τον εαυτό του έφυγε από την τάξη μουρμουρίζοντας, "Να ακούτε τον Ευσταθίου είναι εγγύηση."

No comments:

Post a Comment

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...