Monday, October 10, 2011

Διήγημα: Στην Θάλασσα

Καλημέρα,
Δεν ξέρω αν είναι η μέρα ή απλά η ανάγκη μου να γράψω κάτι διαφορετικό αλλά ορίστε μια ιστορία που ήθελε να ακουστεί. Καλή ανάγνωση.
"Δράματα έχω ζήσει πολλά", μου είπε ενώ με κοίταξε με τα μεγάλα γυάλινα μάτια της. Δεν έβλεπε πια. Μόνη της παρέα τώρα ήταν οι αναμνήσεις της. Όχι ότι υπερτερούσα σε κάτι. Άλλοι έχουν το φως τους και άλλοι βλέπουν με τα μάτια της ψυχής τους. Μερικές φορές αναρωτιέμαι αν είναι πιο τυχεροί από του λόγου μας. Κάποια φορά νομίζω μου είχε ξεφύγει αυτή η σκέψη μπροστά της και με μάλωσε τόσο άσχημα που δεν τολμούσα να την ξαναρωτήσω. 

"Ότι μας δίνει ο Κύριος είναι ευλογία. Μην ρωτάς για πράματα που δεν καταλαβαίνεις παιδί μου," πρόσθεσε στο τέλος με μια φωνή όλο χάδι που με ανατρίχιαζε.

Ντράπηκα είναι η αλήθεια που την τάραξα. Δεν είμαι αφελής ίσα ίσα, μάλλον θα το ονομάτιζα απλή περιέργεια. Κοίταξα τριγύρω μου και είδα την φτωχική της κάμαρα. Ήταν πάντα καθαρή και τακτοποιημένη. Πως τα κατάφερνε όλα αυτά μια γριά τυφλή γυναίκα μόνη της; Περιέργεια δεν είπα πριν από λίγο; Στα δεκατέσσερα μου χρόνια δεν είχα δει τίποτε άλλο πέρα από τα όρια του χωριού. Όλος ο μικρόκοσμος μου ήταν αυτό το καλύβι δίπλα από το σπίτι μας. 

Ο χειμώνας ήταν βαρύς και το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα. Η μόνη μου παρέα ήταν η κυρά Βγενιώ. Ήταν η συνταξιούχος δασκάλα του χωριού και τώρα που δεν μπορούσα να περπατήσω μέχρι το σχολείο εκείνη μου έκανε μαθήματα. Και η αλήθεια είναι ότι περνούσα καλύτερα εδώ παρά σε εκείνο το κτίριο κάτω από την πλατεία. Ίσως γιατί η φωνή της με ταξίδευε πάντα σε μέρη μακρινά που θα επισκεπτόμουν όταν θα έφευγα από εδώ. 

Ναι ήμουν σίγουρος ότι μια μέρα θα έβλεπα την θάλασσα. Η κυρα Βγενιώ μου είχε πει ότι το απέραντο γαλάζιο φτάνει τόσο μακρυά που το μάτι σου δεν το χορταίνει. Να κάτι διαφορετικό από τα μεγάλα πεύκα και έλατα που ήταν πάντα καλυμμένα από το κάτασπρο χιόνι. Ξανακοίταξα την ψιλόλιγνη μορφή της και σα να το κατάλαβε με ρώτησε; 

"Που ταξιδεύει το μυαλό σου παιδί μου;" 

"Στην θάλασσα. Βαρέθηκα να βλέπω αυτό το άσπρο συνέχεια," μουρμούρισα διστακτικά.

Εκείνη αναστέναξε και άφησε στο τραπέζι το καλάθι με την ρίγανη που έτριβε. Με κοίταξε κατάματα και για μια στιγμή σκέφτηκα πως θα με κοίταζε αν με έβλεπε στην πραγματικότητα. Θα φώτιζαν τα μάτια της από ελπίδα όπως τώρα; Άραγε θα ήταν διαφορετική; Θα μου μιλούσε όπως μου μιλάει τώρα μα το πιο σημαντικό θα ήταν εδώ μαζί μας ή κάπου αλλού; 

"Η θάλασσα δεν φεύγει από εκεί που είναι, όπως δεν φεύγει και το χωριό αυτό από εδώ. Μόνο εμείς πάμε και ερχόμαστε χρόνια τώρα σε αυτή την γη. Πιστεύω ότι θα δεις την θάλασσα μα και άλλα μέρη όταν μεγαλώσεις. Έχεις την ψυχή του ταξιδευτή. Είσαι ένα ευλογημένο παιδί γιατί κοιτάς τα πάντα γύρω σου με άλλα μάτια. Μπορεί να έχω χάσει το φως μου, αλλά για μένα εσύ είσαι το φως μου. Με κάνεις να θυμάμαι όλα εκείνα τα μέρη που είδα όταν ήμουν νέα. Δράματα έχω ζήσει πολλά, αλλά τα όνειρα μου είναι ακόμα περισσότερα. Και εσύ είσαι ένα όνειρο, το πιο όμορφο από όλα που βλέπω."

Η φωνή της ένας ψίθυρος έχει μείνει μαζί μου όποτε την θυμάμαι. Πως να ξεχάσεις τέτοια λόγια; Πως να ξεχάσεις αυτό το όνειρο που σε ταξιδεύει τόσα χρόνια;



1 comment:

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...