Αυτή εδώ είναι η ιστορία της Περσεφόνης. Εμφανίστηκε μπροστά μου ξαφνικά. Μαυροφορεμένη κόρη με τα πιο έντονα μάτια που έχω δει. Πράσινα, σχεδόν γατίσια. Ήθελε να μιλήσει σε κάποιον. Την άκουσα και παραθέτω την ιστορία της.
~Κλεοπάτρα
Απλώνω το χέρι μα δεν είναι κανένας κοντά μου.
Κάποτε θα μου φαινόταν περίεργο, μα όχι τώρα.
(παύση) Με κοιτά στα μάτια. Έντονα, διεισδυτικά. Θέλει να δει κάτι από το Είναι μου. Μα δε την αφήνω. Είμαι εδώ για να καταγράψω, να μεταφέρω και ίσως να της απαλύνω την ψυχή.
Ανοίγει το στόμα. Το κλείνει. Διστάζει. Τι κουβαλά μέσα της; Τι την πονά;
Δε χρειάζεται να φωνάξω. Δεν υπάρχει λόγος.
Όλα είναι ντυμένα με το μαύρο πέπλο της θλίψης.
Διαπερνάει με ευκολία τον σκληρό πυρήνα της σάρκας.
Βουλιάζει με δύναμη από ψηλά και σε κάνει χώμα.
Νομίζεις ότι μπορείς να ξεφύγεις έτσι δεν είναι;
Να ξεφύγεις... γελάει σιγά. Ο ήχος όλο και δυναμώνει μέχρι που γίνεται υστερικός. Δεν αντέχεται.
Το κενό μετά το γέλιο είναι πικρό. Σαν τον καφέ της παρηγοριάς σε ένα ξεχασμένο καφενέ.
Σε περίμενα να έρθεις. Πάλι. Μα δεν ήρθες.
Στην θέση σου υπάρχει μόνο λευκό αστραφτερό περίβλημα.
Κρύο. Όχι εσύ όμως. Εσύ λείπεις. Μακρυά.
Το βλέμμα της φεύγει. Απομακρύνεται και μαζί με αυτό και η ψυχή της. Πέντε ολόκληρα λεπτά κοιτούσα μια ακίνητη κούκλα, ένα κουφάρι.
Επανέρχεται απότομα. Ένας ήχος ακούγεται από τους βρόγχους της. Σαν ένας αμανές. Ριγώ και εκείνη το προσέχει.
Θέλω να του πεις....Θέλω να της πεις...
Τι θέλεις να πω; Σε ποιον και γιατί; Ποια είναι; Ποιους έχασε; Που πάει;
Υπάρχει ένα λιβάδι στην εξοχή. Είναι το αγαπημένο μου.
Τα λουλούδια είναι ανθισμένα, το γρασίδι καταπράσινο.
Στάθηκα αμέτρητες φορές γυμνή στην βροχή να τους περιμένω.
Μου φαίνεται σαν όνειρο μα ακόμα ακούω τα σύννεφα να μου μιλάνε.
Ξέρεις ότι όλα έχουν την φωνή τους; Η ερώτηση προοριζόταν για μένα. Με κοίταξε περιμένοντας κάτι. Ένευσα.
Μέσα στην ησυχία της φύσης μπορείς να ακούσεις πολλά. Πρέπει να πας εκεί εσένα θα σου αρέσει...
Παραμιλούσε πιο πολύ. Δε μου έδινε σημασία. Μουρμούριζε φράσεις που δεν καταλάβαινα. Ονόματα που δεν υπήρχαν πια. Μετά έμεινε σιωπηλή. Σηκώθηκε, με κοίταξε και μου έδειξε το χέρι της.
Είναι δικό σου. Σε διάλεξε. Περίμενε την ώρα που θα είσαι έτοιμη. Μου είπε ότι είναι το δώρο σου.
Η χούφτα άνοιξε και μέσα φάνηκε μια μικρή πανέμορφη μπλε πεταλούδα.
Είσαι ελεύθερη να πετάξεις...Είπε πριν σηκώσω τα μάτια. Μετά εξαφανίστηκε.