Friday, December 28, 2012

Ποίημα: Κοιτάω μπροστά...

Καλό μεσημέρι,
Τελευταίες μέρες ενός χρόνου που ήταν αρκετά αποκαλυπτικός  Εύχομαι ο επόμενος να φέρει έστω μια αχτίδα φωτός σε αυτό το σκοτεινό τούνελ που βρισκόμαστε...

~Κλεοπάτρα

Κοιτάζω μπροστά

Κοιτάζω μπροστά
Κοιτάζω το Όλον
Κοιτάζω το Τίποτα

Κοιτάζω μέχρι εκεί το γαλάζιο, 
που καλύπτει το οπτικό μου πεδίο, να εξαφανίζεται

Κοιτάζω το αχανές λευκό 
έως ότου το μάτι μου δε καταλαβαίνει τι θωρεί

Κοιτάζω για να ανακαλύψω 
τις εικόνες που ξέχασα
τα χρώματα που έχασα
το πόνο που δεν ξέσπασα

Κοιτάζω μια γυάλινη προθήκη 
Για τον κόσμο που πέρασε, μα δε μας ανήκει

Κοιτάζω μα πραγματικά δε βλέπω
αντικατοπτρίζω στο φως τις ανάγκες μου

Κοιτάζω μπροστά 
Κοιτάζω το Όλον
Κοιτάζω το Τίποτα

Όταν η ψυχή ξεθαρρέψει 
βλέπω ένα άστρο να μ'αγκαλιάζει

Κοιτάζω μα μένω στάσιμη, μόνη
Κοιτάζω και τρομάζω, μη με αγγίξουν
Μη σπάσουν την γυάλινη προθήκη που με καλύπτει

Κοιτάζω μπροστά
Κοιτάζω το Όλον
Κοιτάζω το Τίποτα

Τίποτα κατέληξα να'μαι
Τρομάζω με τόσο θόρυβο
Φοβάμαι
Ω ναι φοβάμαι

Κοιτάζω ξανά
τα μάτια σηκώνω, μα δεν υπάρχει φως
Παντού σκοτάδι
Παντού σκιές
Μόνη στην μέση
ένα βαρκάκι στην μανιασμένη θάλασσα

Κοιτάζω μπροστά
Κοιτάζω το Όλον
Κοιτάζω το Τίποτα

Απολαμβάνω την σιωπή
Την κάνω δική μου
Την αφήνω να με κατακτήσει

Και έτσι ήρεμη, γαλήνια αποκοιμιέμαι στα άσπρα σύννεφα

Κοιτάζω μπροστά
Κοιτάζω το Όλον
Κοιτάζω το Τίποτα


Thursday, December 13, 2012

Διήγημα: Οι αποχρώσεις

Καλημέρα,
Κάποιες ηρωίδες μας επιτρέπουν να ακούσουμε τις ιστορίες τους. Η συγκεκριμένη με άφησε και να την γράψω. Ευχαριστώ την Μούσα μου για τα δώρα της.

~Κλεοπάτρα

Photo Credit: High Heels by Alexander McQueen

Έβγαλε τις ψηλοτάκουνες γόβες της και κάθισε στο καναπέ. Πήρε την κούπα με το ζεστό ρόφημα στα χέρια και αφουγκράστηκε την νύχτα από το θρόνο της. Έκλεισε τα μάτια και το γνώριμο περγαμόντο τη γέμισε ζεστασιά. 

Η μέρα της έκλεινε εδώ. Πως πέρασαν δώδεκα ώρες; Θα αναλογιστεί. Είχε υποσχεθεί πως θα πάει. Είχε υποσχεθεί...Και εκείνη κρατούσε πάντα τις υποσχέσεις της. 

Ήταν διαφορετική απόψε. Όμορφη. Δε χρειάστηκε να της το πουν. Το διαπίστωσε από τα θορυβώδη βλέμματα εκείνων που την συναντούσαν. Ήθελαν την προσοχή της. Και ίσως, κάποιοι να την είχαν.

Έκπληξη, μυστήριο, πάθος, πόθος. Κάθε τι απαγορευμένο την μέρα, εμφανιζόταν με μανία την νύχτα.  Η απόλυτη μεταμόρφωση. Η απόλυτη δική της μεταμόρφωση. Της άρεσε να την προσέχουν. Σε ποια γυναίκα δεν αρέσει; Μα δεν ήταν συνηθισμένη σε αυτή την προσοχή. 

Τα πρωινά που κυκλοφορούσε στην πόλη ήταν ένα ακόμη κορίτσι. Ντυμένο λιτά, οπλισμένη μόνο με το δικό της χαμόγελο. Τις μέρες ήταν αυτή και την νύχτα μια άλλη. Όμως εκείνη δεν ένιωθε διαφορετική. Ήταν το ίδιο πρόσωπο με άλλες αποχρώσεις. Το μόνο που άλλαζε ήταν το φως. Είχε την λάμψη του φεγγαριού για δέρμα, τα μάτια της θύμιζαν τον Αποσπερίτη και το χαμόγελο της πολλές φορές το ζήλευε και ο Ήλιος. 

Και όμως τη μέρα ήταν δύσκολο να την εντοπίσουν. Οπλισμένη με έναν αόρατο μανδύα κυκλοφορούσε άνετα μέσα στον κόσμο. Το πρωινό φως, όπως και το σκοτάδι, μπορεί να σε ξεγελάσει. Παραπλανά τις αισθήσεις και σε εξαπατά. Η μια απόχρωση ενάντια στην άλλη.

Η μία απόχρωση...

Η ηρεμία αυτή την γαληνεύει. Θα μπορούσε να μείνει εκεί όλη την νύχτα. Θα μπορούσε. Μα δε μένει. Είχε έρθει η ώρα να ολοκληρώσει το τελετουργικό της.

Κατευθύνεται στο μπάνιο. Ανάβει το φως. Κοιτάει τον εαυτό της στον καθρέφτη και εκείνος της χαμογελά πίσω. Κοιτάει για κάποια λεπτά το αντίγραφο της. Κοιτάει για να απομνημονεύσει την αίσθηση της ομορφιάς και μετά, όταν είναι έτοιμη, με ένα υγρό μαντηλάκι την πετά.

Όταν τελειώσει το μόνο που μένει είναι το δικό της χαμόγελο. Εκείνη στην πραγματική της απόχρωση. Εκείνη. 


Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...